ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
34
ΘΕΜΑ 2
Ὁ ὕπνος εἴδωλον θανάτου νοµίζεται
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
Π. 31 - 32
ΑΝΑΡΘΡΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ Π. 111
ΕΝ∆ΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Π. 80 - 81
ΚΕΙΜΕΝΟ
36.
'E
peid¾ d taàta ™gšneto
,
Pe…sandroj kaˆ CariklÁj
,
Ôntej mn tîn zhthtîn
,
dokoàntej d
'
™n ™ke…nJ tù crÒnJ eÙnoÚstatoi enai tù d»mJ
,
œlegon æj e‡h t¦ œrga t¦
gegenhmšna oÙk Ñl…gwn ¢ndrîn ¢ll
'
™pˆ tÍ toà d»mou katalÚsei
,
kaˆ crÁnai œti zhte‹n kaˆ
m¾ paÚsasqai
.
Kaˆ ¹ pÒlij oÛtwj diškeito
,
ést
'
™peid¾ t¾n boul¾n e„j tÕ bouleut»rion Ð
kÁrux ¢ne…poi „šnai kaˆ tÕ shme‹on kaqšloi
,
tù aÙtù shme…J ¹ mn boul¾ e„j tÕ
bouleut»rion Éei
,
oƒ d
'
™k tÁj ¢gor©j œfeugon
,
dediÒtej eŒj ›kastoj m¾ sullhfqe…h
.
37.
'Eparqeˆj oân to‹j tÁj pÒlewj kako‹j e„saggšllei Diokle…dhj e„j t¾n boul»n
,
f£skwn
e„dšnai toÝj perikÒyantaj toÝj `Erm©j
,
kaˆ enai aÙtoÝj e„j triakos…ouj
·
æj d
'
‡doi kaˆ
peritÚcoi tù pr£gmati
,
œlege
.
Kaˆ toÚtoij
,
ð ¥ndrej
,
dšomai Ømîn prosšcontaj tÕn noàn
¢namimnÇskesqai
,
™¦n ¢lhqÁ lšgw
,
kaˆ did£skein ¢ll»louj
·
™n Øm‹n g¦r Ãsan oƒ lÒgoi
,
ka…
moi Øme‹j toÚtwn m£rturšj ™ste
.
ΑΝ∆ΟΚΙ∆ΟΥ, Περί τῶν µυστηρίων 36 - 37
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ὁ ζητητής:
ερευνητής, εξεταστής / (στην Αθήνα) οι
αρχές που ασχολούνταν µε την ανεύρεση των
οφειλετών του ∆ηµοσίου
δοκέω, -ῶ:
(+ειδ. απαρεµφ.) µου φαίνεται, νοµίζω /
(+τελ. απαρεµφ.) µου φαίνεται καλό να, αποφασίζω
διάκειµαι
: βρίσκοµαι σε κάποια ψυχολογική
κατάσταση, έχω διαθέσεις (φιλικές, εχθρικές κλπ)
ἀναγορεύω
: φωνάζω δυνατά, διακηρύσσω δηµόσια,
ανακηρύσσω
καθαιρέω, -ῶ
: (+αιτ.) κατεβάζω, καταστρέφω,
καταλύω, καταργώ, µειώνω/ καταδικάζω
ἐπαίρω
: (+αιτ.) σηκώνω, παρακινώ κάποιον / (+τελ.
απαρεµφ.) παρακινώ, πείθω κάποιον να / Π.
υψώνοµαι / υπερηφανεύοµαι
εἰσαγγέλλω
: (+αιτ. +δοτ. / +αιτ. +εµπροθ.)
ανακοινώνω σε κάποιον κάτι / καταγγέλλω κάποιον
για δηµόσιο αδίκηµα
ἡ εἰσαγγελία
: µήνυση, καταγγελία για δηµόσιο
αδίκηµα / αγγελία
περιτυγχάνω
: (+δοτ.) συµβαίνει να είµαι κοντά σε,
συναντώ κάποιον
δέοµαι:
(+γεν. πραγµ.) έχω ανάγκη, έχω έλλειψη
από κάτι, χρειάζοµαι / (+γεν. προσ.) παρακαλώ
κάποιον, ικετεύω / (+αιτ.) παρακαλώ / (+γεν. +αιτ.)
ζητώ από κάποιον κάτι / (+γεν. + τελ. απαρεµφ.)
παρακαλώ κάποιον να
διδάσκω
: (+αιτ. / +αιτ. +αιτ. / +αιτ. + β΄ουσα προτ. / +αιτ.
+τελ. απαρεµφ.) διδάσκω, διαφωτίζω, πληροφορώ,
συµβουλεύω, εξηγώ (σε) κάποιον (να) (ότι)




