ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
40
ΘΕΜΑ 5
Πάντα δεῖ βλέψαντα τόν νοµοθέτην προστάττειν πᾶσι τοῖς πολίταις
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ (ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ)
Π. 163
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΑΝΑΡΘΡΟ (ΤΕΛΙΚΟ)
Π. 111α.1.β
ΚΕΙΜΕΝΟ
107.
M
aces£meno… te ™n…kwn
,
kaˆ t»n te `Ell£da ºleuqšrwsan kaˆ t¾n patr…da œsJsan
.
108. ”Ergon d toioàton ™rgas£menoi
,
oÙk ºx…ws£n tini tîn prÒteron genomšnwn
mnhsikakÁsai
.
Toig£rtoi di¦ taàta
,
t¾n pÒlin ¢n£staton paralabÒntej ƒer£ te
katakekaumšna te…ch te kaˆ o„k…aj katapeptwku…aj
,
¢form»n te oÙdem…an œcontej
,
di¦ tÕ
¢ll»loij Ðmonoe‹n t¾n ¢rc¾n tîn `Ell»nwn kathrg£santo kaˆ t¾n pÒlin Øm‹n toiaÚthn kaˆ
tosaÚthn paršdosan
.
109.
`Ume‹j oân kaˆ aÙtoˆ Ûsteron
,
kakîn oÙk ™lattÒnwn À ™ke…noij
gegenhmšnwn
,
¢gaqoˆ ™x ¢gaqîn Ôntej ¢pšdote t¾n Øp£rcousan ¢ret»n
·
ºxièsate g¦r toÚj
te feÚgontaj katadšxasqai kaˆ toÝj ¢t…mouj ™pit…mouj poiÁsai
.
T… oân Øm‹n ØpÒloipÒn ™sti
tÁj ™ke…nwn ¢retÁj; M¾ mnhsikakÁsai
,
e„dÒtaj
,
ð ¥ndrej
,
Óti ¹ pÒlij ™k polÝ ™l£ttonoj
¢formÁj ™n tù œmprosqen crÒnJ meg£lh kaˆ eÙda…mwn ™gšneto
·
§ kaˆ
nàn aÙtÍ Øp£rcei
,
e„
™qšloimen oƒ pol‹tai swfrone‹n te kaˆ Ðmonoe‹n ¢ll»loij
.
ΑΝ∆ΟΚΙ∆ΟΥ, Περί τῶν µυστηρίων 107 - 109
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ἀξιόω, -ῶ:
(+αιτ. / +αιτ. +γεν. της αξίας) θεωρώ
κάποιον άξιο (για) / (+τελ. απαρεµφ.) αξιώνω, θεωρώ
δίκαιο να, έχω την αξίωση να
µνησικακέω, -ῶ:
(+δοτ. / +προσδ. της αιτίας) κρατώ
έχθρα εναντίον κάποιου, µνησικακώ / θυµάµαι κακά
που έπαθα από κάποιον
ἡ ἀφορµή:
ορµητήριο / καταφύγιο, άσυλο / αφορµή,
πρόφαση, πρόσχηµα / υλικά µέσα, πόροι / µέσα για
την διεξαγωγή πολέµου
κατεργάζοµαι
: (+αιτ.) φέρνω κάτι σε πέρας,
κατορθώνω, επιτυγχάνω, αποτελειώνω
ἀποδίδωµι
: (+δοτ. +αιτ. / +αιτ. επιστρέφω, δίνω πίσω
σε κάποιον κάτι, ξεπληρώνω / παραχωρώ /
φανερώνω, αποδεικνύω / (+δοτ. +τελ. απαρεµφ. του
σκοπού) επιτρέπω σε κάποιον να / Μ. (+αιτ. / +αιτ.
+γεν. της αξίας) πουλώ
ὁ ἄτιµος:
αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του
δικαιώµατα
ὁ ἐπίτιµος:
αυτός που έχει τα πολιτικά του δικαιώµατα
ἐπιτιµάω, -ῶ
: (+αιτ.) εκτιµώ, ορίζω τιµή / (+δοτ.)
επιβάλλω ποινή, κατηγορώ, κατακρίνω, επιπλήττω
φεύγω
: τρέποµαι σε φυγή, εξορίζοµαι, κατηγορούµαι
/ (+αιτ.) αποφεύγω κάποιον
οἱ φεύγοντες:
οι εξόριστοι
ὁ φεύγων
: ο κατηγορούµενος




