ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
46
ΘΕΜΑ 8
Περί χρηµάτων λαλεῖς, πράγµατος ἀβεβαίου
ΟΜΟΙΟΠΤΩΤΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΙ
(ΠΑΡΑΘΕΣΗ -ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ)
Π. 45 - 48
ΚΕΙΜΕΝΟ
28.
T
oioÚtwn d
'
™lp…dwn metascÒntaj ¹m©j de‹ duo‹n q£teron ˜lšsqai
,
À poleme‹n met¦
'Arge…wn Lakedaimon…oij
,
À met¦ Boiwtîn koinÍ t¾n e„r»nhn poie‹sqai
.
'Egë mn oân ™ke‹no
dšdoika m£lista
,
ð 'Aqhna‹oi
,
tÕ e„qismšnon kakÒn
,
Óti toÝj kre…ttouj f…louj ¢fišntej ¢eˆ
toÝj ¼ttouj aƒroÚmeqa
,
kaˆ pÒlemon poioÚmeqa di
'
˜tšrouj
,
™xÕn di
'
¹m©j aÙtoÝj e„r»nhn
¥gein
·
29.
o†tinej prîton mn basile‹ tù meg£lJ (cr¾ g¦r ¢namnhsqšntaj t¦ gegenhmšna
kalîj bouleÚsasqai)
spond¦j poihs£menoi kaˆ sunqšmenoi fil…an e„j tÕn ¤panta crÒnon
,
§
¹m‹n ™pršsbeusen 'Ep…lukoj Ð
Teis£ndrou
,
tÁj mhtrÕj tÁj ¹metšraj ¢delfÒj
,
met¦
taàta
'AmÒrgV peiqÒmenoi tù doÚlJ tù basilšwj kaˆ fug£di t¾n mn basilšwj dÚnamin
¢pebalÒmeqa æj oÙdenÕj oâsan ¢x…an
,
t¾n d 'AmÒrgou fil…an eƒlÒmeqa
,
kre…ttw nom…santej
enai
.
ΑΝ∆ΟΚΙ∆ΟΥ, Περί τῆς πρός Λακεδαιµονίους εἰρήνης 28 - 29
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
µετέχω
: (+ γεν.) συµµετέχω σε κάτι / (+γεν. +δοτ.)
έχω µερίδιο σε κάτι από κοινού µε κάποιον / (+αιτ.)
έχω µερίδιο από κάτι
αἱρέοµαι, -οῦµαι
: (+αιτ. +γεν. συγκριτική) προτιµώ
κάποιον από / (+2αιτ. Α + Κ) εκλέγω κάποιον ως /
(+τελ. απαρεµφ.) προτιµώ να / Π. εκλέγοµαι
δέδοικα ή δέδια:
(+αιτ. / +τελ. απαρεµφ. / +ενδ.
προτ.) φοβάµαι
ἐθίζω:
(+αιτ. / +αιτ. + τελ. απαρεµφ.) κάνω κάποιον να
συνηθίσει να / Μ. (+ τελ. απαρεµφ.) είµαι
συνηθισµένος να
ἀφίηµι
: (+αιτ. / +γεν. / +αιτ. +τελ. απαρεµφ.) αφήνω
κάποιον - κάτι (να) / (+ αιτ. +γεν.) απαλλάσσω
κάποιον από, αθωώνω / Μ. (+γεν.) ελευθερώνοµαι
από, εγκαταλείπω κάτι
ἄγω εἰρήνην
: βρίσκοµαι σε ειρήνη
ἀναµιµνήσκω:
(+αιτ. +αιτ. / +αιτ. +τελ. απαρεµφ. / +αιτ.
/ +αιτ. +γεν.) θυµίζω σε κάποιον (να)/ θυµίζω,
αναφέρω κάτι / Μ. (+γεν. / σπ. +αιτ. / +ειδ. προτ. /
+κατηγ. µτχ.) θυµάµαι
βουλεύω
: (+αιτ. / + β ΄ουσα προτ.) σκέπτοµαι, κρίνω,
σχεδιάζω / (+τελ. απαρεµφ.) αποφασίζω να / είµαι
βουλευτής / Μ. (+αιτ. / + β ΄ουσα προτ. / +τελ.
απαρεµφ.) κρίνω, αποφασίζω, συσκέπτοµαι
πείθω
: (+αιτ. / +αιτ. προσ. +αιτ. πραγµ. / +αιτ. + τελ.
απαρεµφ.) πείθω κάποιον (να) / Μ. (+δοτ.) πείθοµαι
σε κάποιον, πιστεύω
συντίθηµι:
(+αιτ.) προσθέτω, συνάπτω / συνθέτω,
κατασκευάζω, δηµιουργώ / επινοώ Μ. (+αιτ. / +αιτ.
+δοτ.) σκέπτοµαι κάτι / συµφωνώ, συνάπτω µε
κάποιον κάτι / (+δοτ. +τελ. απαρεµφ.) συµφωνώ µε
κάποιον να
νοµίζω
: (+ειδ. απαρεµφ.) νοµίζω ότι / (+2αιτ. Α + Κ)
θεωρώ κάποιον ως / (+αιτ.) πιστεύω σε




