ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
48
ΘΕΜΑ 9
Ἡ ψυχή µαθήµασι τρέφεται
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΑΝΑΡΘΡΟ
Π. 111
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΙ (∆ΟΤΙΚΗ) Π. 55
ΚΕΙΜΕΝΟ
3.
”A
xion d mšmyasqai tÕn qšnta tÕn nÒmon
,
Öj ™nant…a tù ÓrkJ toà d»mou kaˆ tÁj
boulÁj ™nomoqšthsen
·
™ke‹ mn g¦r Ômnute mhdšna m»t
'
™xel©n m»te d»sein m»te ¢poktene‹n
¥kriton
,
™n d tùde tù kairù oÜte kathgor…aj genomšnhj oÜte ¢polog…aj ¢podoqe…shj
diayhfisamšnwn krÚbdhn tÕn Ñstrakisqšnta tosoàton crÒnon de‹ sterhqÁnai tÁj pÒlewj
.
4.
Eta ™n to‹j toioÚtoij oƒ polloÝ
ς
toÝj ˜ta…rouj kaˆ sunwmÒtaj kekthmšnoi plšon fšrontai
tîn ¥llwn
·
oÙ g¦r ésper ™n to‹j dikasthr…oij oƒ lacÒntej kr…nousin
,
¢ll¦ toÚtou toà
pr£gmatoj ¤pasin 'Aqhna…oij mštesti
.
PrÕj d toÚtoij tù mn ™lle…pein tù d
'
Øperb£llein Ð
nÒmoj moi doke‹
·
tîn mn g¦r „d…wn ¢dikhm£twn meg£lhn timwr…an taÚthn nom…zw
,
tîn d
dhmos…wn mikr¦n kaˆ oÙdenÕj ¢x…an ¹goàmai zhm…an
,
™xÕn kol£zein cr»masi kaˆ desmù kaˆ
qan£tJ
.
ΑΝ∆ΟΚΙ∆ΟΥ, Κατά Ἀλκιβιάδου 3 - 4
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
µέµφοµαι
: (+αιτ. / +γεν. /+δοτ.) κατηγορώ κάποιον,
κατακρίνω / βρίσκω ελλείψεις ή σφάλµατα σε
κάποιον
τίθηµι νόµον:
(επί νοµοθέτη): νοµοθετώ
τίθεµαι νόµον:
(επί λαού): νοµοθετώ (επικυρώνω τον
νόµο)
ἐξελαύνω
: (+αιτ.) διώχνω, εξορίζω κάποιον
δέω, δῶ:
(απολ. / +αιτ.) δένω, δεσµεύω κάποιον,
φυλακίζω
διαψηφίζοµαι:
(απολ. / +αιτ.) αποφασίζω µε τη σειρά
κρύβδην:
(επιρ.) κρυφά
ὀστρακίζω
: (+αιτ.) εξορίζω
ἄκριτος, ον:
αµφίβολος, ο µη καθοριστικός /
αδίκαστος
στερέω, -ῶ:
(+αιτ. +γεν. / +αιτ.) στερώ κάποιον από
κάτι, αρπάζω, αφαιρώ / Μ. (+γεν.) στερούµαι από κάτι
λαγχάνω
: (απολ.) λαχαίνω, πέφτω στον κλήρο
κάποιου / (+αιτ.) παίρνω κάτι µε κλήρο ή από την τύχη
/ (δικαν.)
λαγχάνω (δίκην) +δοτ.
: παίρνω την άδεια
να κάνω αγωγή / (+τελ. απαρεµφ. του σκοπού)
εκλέγοµαι µε κλήρο (για) να / (+γεν.) συµµετέχω σε
κάτι, απολαµβάνω
µέτεστι
: (+γεν. +δοτ. προσωπική) συµµετέχω σε, βλ. Π.
136.3.β
ἐλλείπω
: (+αιτ.) αφήνω, παραλείπω κάτι / (+γεν. /
απολ.) έχω έλλειψη από κάτι, είµαι κατώτερος,
υστερώ από κάποιον
ἡ ζηµία
: απώλεια, ζηµία / χρηµατικό πρόστιµο, ποινή,
τιµωρία




