ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
44
ΘΕΜΑ 7
Ὁ τοῖς νόµοις εὐπειθής χρηστός ἐστι πολίτης
∆ΟΤΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ
Π. 137
ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΙ
(∆ΟΤΙΚΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ)
Π. 50
ΚΕΙΜΕΝΟ
1.
E
„ mšn
,
ð ¥ndrej
,
™n ˜tšrJ tJ pr£gmati oƒ pariÒntej m¾ t¾n aÙt¾n gnèmhn œcontej
p£ntej ™fa…nonto
,
oÙdn ¨n qaumastÕn ™nÒmizon
·
Ópou mšntoi de‹ t¾n pÒlin ™mš ti poiÁsai
¢gaqÒn
,
À e‡ tij ›teroj boÚloito ™moà kak…wn
,
deinÒtaton ¡p£ntwn crhm£twn ¹goàmai
,
e„ tù
mn doke‹ taàta tù d m»
,
¢ll¦ m¾ p©sin Ðmo…wj
.
E‡per g¦r ¹ pÒlij ¡p£ntwn tîn
politeuomšnwn koin» ™sti
,
kaˆ t¦ gignÒmena d»pou ¢gaq¦ tÍ pÒlei koin£ ™sti
.
2.
Toutˆ
to…nun tÕ mšga kaˆ deinÕn p£restin Øm‹n Ðr©n toÝj mn ½dh pr£ttontaj
,
toÝj d t£ca
mšllontaj
·
ka… moi mšgiston qaàma paršsthke
,
t… pote oátoi oƒ ¥ndrej deinîj oÛtwj
perik£ontai
,
e‡ ti Øm©j cr¾ ¢gaqÕn ™moà ™pauršsqai
.
De‹ g¦r aÙtoÝj ½toi ¢maqest£touj
enai p£ntwn ¢nqrèpwn
,
À tÍ pÒlei taÚtV dusmenest£touj
.
E„ mšn ge nom…zousi tÁj pÒlewj
eâ prattoÚshj kaˆ t¦ ‡dia sfîn aÙtîn ¥meinon ¨n fšresqai
,
¢maqšstato… e„si t¦ ™nant…a
nàn tÍ ˜autîn çfele…v speÚdontej
·
3.
e„ d m¾ taÙt¦ ¹goàntai sf…si te aÙto‹j sumfšrein
kaˆ tù ØmetšrJ koinù
,
dusmene‹j ¨n tÍ pÒlei een
.
ΑΝ∆ΟΚΙ∆ΟΥ, Περί τῆς ἑαυτοῦ καθόδου 1 - 3
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
πάρειµι (παρά εἶµι)
: (+αιτ. / απολ.) περνώ από
µπροστά, προσπερνώ, / εµφανίζοµαι, παρουσιάζοµαι
να µιλήσω / µεταβαίνω /
οἱ παριόντες
: οι ρήτορες, οι
οµιλητές
φαίνω:
(+αιτ.) φέρνω κάτι ή κάποιον στο φως / (+αιτ.
+δοτ.) παρουσιάζω σε κάποιον κάτι / (+2αιτ. Α + Κ)
αποδεικνύω κάποιον ως / Μ. (+ κατηγ. µτχ.) φαίνοµαι
ότι, αποδεικνύοµαι ότι / (+ειδ. - τελ. απαρεµφ.)
παρέχω την εντύπωση ότι / (+ Κ) φαίνοµαι
ποιέω, -ῶ:
(+αιτ.) κάνω κάτι, δηµιουργώ / (+2αιτ. Α + Κ)
κάνω κάποιον κάτι / (+αιτ. +αιτ.) κάνω κάτι σε κάποιον
/ (+αιτ. +τελ. απαρεµφ. του σκοπού) κάνω κάποιον
ώστε να / (+κατηγ. µτχ.) παρουσιάζω κάποιον να
ἡγέοµαι, οῦµαι:
(+ειδ. απαρεµφ.) νοµίζω, έχω τη
γνώµη / (+2αιτ. Α + Κ) θεωρώ κάποιον ως / (+γεν.)
κυβερνώ, είµαι επικεφαλής / (+δοτ.) οδηγώ
πάρειµι (παρά + εἰµί)
: είµαι παρών, παραβρίσκοµαι /
(+δοτ.) βοηθώ κάποιον, είµαι κοντά σε κάποιον /
(απρ.) είναι δυνατόν, επιτρέπεται
µέλλω
: (+τελ. απαρεµφ. / απολ.) σκοπεύω να,
αναβάλλω
παρίστηµι
: (+αιτ.) τοποθετώ κάτι / (+δοτ. +αιτ. / +δοτ.
+β΄ ουσα προτ) παρουσιάζω σε κάποιον κάτι / Μ.
(+δοτ.) παραστέκοµαι, βοηθώ, έρχοµαι στο νου
κάποιου, συµβαίνω / (+αιτ.) παρουσιάζω, φέρνω προς
το µέρος µου, αναγκάζω
περικαίω
: καίω ολόγυρα / Μ. φλέγοµαι, είµαι
οργισµένος
ἐπαυρέω, -ῶ και ἐπαυρίσκω:
(+γεν. / +αιτ.) βρίσκω,
απολαµβάνω / Μ. (+γεν. / +γεν. +αιτ.) απολαµβάνω,
κάτι από / (+αιτ.) επιφέρω, προξενώ κάτι
εὖ πράττω
: ευτυχώ
≠
κακῶς πράττω




