ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
50
ΘΕΜΑ 10
Οἱ νοµοθέται ὑµᾶς ἐπέστησαν φύλακας τῶν νόµων
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ (ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ)
Π. 163
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
Π. 31 - 32
ΚΕΙΜΕΝΟ
30.
S
kšyasqe d kaˆ t¾n ¥llhn ¢podhm…an t¾n e„j 'Olump…an æj dišqeto
.
ToÚtJ skhn¾n
mn Persik¾n 'Efšsioi diplas…an tÁj dhmos…aj œphxan
,
ƒere‹a d kaˆ to‹j †ppoij ™fÒdia C‹oi
pareskeÚasan
,
onon d kaˆ t¦ ¥lla ¢nalèmata Lesb…oij prosštaxe
.
Kaˆ oÛtwj eÙtuc»j
™stin
,
éste toÝj “Ellhnaj tÁj paranom…aj kaˆ tÁj dwrodok…aj m£rturaj kekthmšnoj
oÙdem…an dšdwke d…khn
,
¢ll¦ ÐpÒsoi mn ¥rcontej ™n mi´ pÒlei gegšnhntai
,
ØpeÚquno… e„sin
,
31.
Ð d p£ntwn tîn summ£cwn ¥rcwn
kaˆ cr»mata lamb£nwn oÙdenÕj toÚtwn ØpÒdikÒj
™stin
,
¢ll¦ toiaàta diapepragmšnoj s…thsin ™n Prutane…J œlabe
,
kaˆ prosšti pollÍ tÍ
n…kV crÁtai
,
ésper oÙ polÝ m©llon ºtimakëj À ™stefanwkëj t¾n pÒlin
.
E„ d boÚlesqe
skope‹n
,
eØr»sete tîn poll£kij toÚtJ pepragmšnwn ›kaston Ñl…gon crÒnon pr£xant£j
tinaj ¢nast£touj toÝj o‡kouj poi»santaj
·
oátoj d
'
™pithdeÚwn ¤panta polutelšstata
diplas…an oÙs…an kškthtai
.
ΑΝ∆ΟΚΙ∆ΟΥ, Κατά Ἀλκιβιάδου 30 - 31
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
σκοπέοµαι, -οῦµαι
: (+αιτ. / + β΄ουσα προτ. / +ειδ.
απαρεµφ. / +εµπροθ.) σκέπτοµαι, εξετάζω, προσέχω,
κρίνω
ἡ ἀποδηµία
: το ταξίδι, η απουσία µακριά από την
πατρίδα
διατίθηµι
: (+αιτ.) διευθετώ, διαχειρίζοµαι / κάνω
κάποιον να συµπεριφέρεται µε κάποιον τρόπο /
εκθέτω, διηγούµαι / Μ. (+αιτ.) τακτοποιώ / κάνω
διαθήκη / δηµοσιεύω, εκθέτω, διαθέτω κάτι / Π. έχω
τύχει κάποιας µεταχείρισης
πήγνυµι και πηγνύω:
(+αιτ.) µπήγω, στήνω κάτι /
κατασκευάζω / παγώνω κάποιον / (+αιτ. +δοτ.)
καθορίζω κάτι σε κάποιον / Π. στερεοποιούµαι,
σκληραίνω / σταθεροποιούµαι, ενώνοµαι
τό ἱερεῖον:
ζώο για θυσία ή σφαγή
προστάττω
: (+αιτ.) παρατάσσω, τοποθετώ κάποιον,
επιβάλλω κάτι / (+αιτ. +δοτ.) παραχωρώ σε κάποιον
κάτι, διορίζω κάποιον σε, διατάζω κάποιον για κάτι /
(+δοτ. +τελ. απαρεµφ.) διατάζω κάποιον να,
ὁ ὑπεύθυνος, ον
: υπόλογος, υπεύθυνος / ένοχος
ὁ ὑπόδικος, ον:
ο υποκείµενος σε δίκη
διαπράττω
: (+αιτ.) κατορθώνω, πραγµατοποιώ,
τελειώνω κάτι / Μ. (+αιτ. / +τελ. απαρεµφ. του
σκοπού) κατορθώνω κάτι (για τον εαυτό µου)
χρήοµαι , -ῶµαι:
(+δοτ. προσ.) συµπεριφέροµαι /
(+δοτ. πραγµ.) χρησιµοποιώ / (+δοτ. + αιτ. συστ.
αντικ.) / (+2δοτ. Α + Κ) έχω, χρησιµοποιώ κάποιον ως
ἀτιµάζω
: (+αιτ.) περιφρονώ κάποιον/ στερώ κάποιον
από τα πολιτικά του δικαιώµατα
εὑρίσκω
: (+αιτ. / +αιτ. +κατηγ. µτχ.) βρίσκω,
ανακαλύπτω (ότι ή να) / Μ. (+αιτ.) πετυχαίνω κάτι /
(+κατηγ. µτχ.) βρίσκοµαι να, διαπιστώνοµαι να
ἐπιτηδεύω
: (+αιτ.) ασχολούµαι µε κάτι, εξασκώ κάτι /
(+τελ. απαρεµφ.) φροντίζω να κάνω κάτι, συνηθίζω
να / Μ. γίνοµαι τέτοιος µε προσπάθειες, εξάσκηση




