Background Image
Table of Contents Table of Contents
Previous Page  33 / 112 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 33 / 112 Next Page
Page Background

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

54

ΘΕΜΑ 12

Οἱ νέοι ὁρῶσι τούς πρεσβυτέρους σωφρόνως διάγοντας

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ

Π. 31 - 32

ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ

Π. 129 - 132

ΚΕΙΜΕΝΟ

3.

K

aˆ ™m æj deinÕn mn pagc£lepÒn fasin ™lšgcesqai enai

,

æj d

'

ºl…qion ™x aÙtîn

ïn œpraxa fanerÕn enai ™rgas£menon tÕ œrgon

.

E„ g¦r nàn di¦ tÁj œcqraj tÕ mšgeqoj

e„kÒtwj Øf

'

Ømîn katadokoàmai

,

prˆn ™rg£sasqai e„kÒteron Ãn proeidÒta t¾n nàn Øpoy…an

e„j ™m „oàsan

,

kaˆ tîn ¥llwn e‡ tina œgnwn ™pibouleÚonta aÙtù

,

diakwlÚein m©llon À

aÙtÕn ™rgas£menon e„j ˜kous…ouj kaˆ prod»louj Øpoy…aj ™mpese‹n

·

œk te g¦r aÙtoà toà

œrgou fanerÕj genÒmenoj ¢pwllÚmhn

,

laqèn te safîj Édh t»nde t¾n Øpoy…an e„j ™m

„oàsan

.

4.

”Aqlia mn oân p£scw m¾ ¢pologe‹sqai mÒnon biazÒmenoj

,

¢ll¦ kaˆ toÝj

¢pokte…nantaj faneroÝj katastÁsai

·

Ómwj d kaˆ toàto ™piceirhtšon

·

oÙdn g¦r pikrÒteron

tÁj ¢n£gkhj œoiken enai

.

ΑΝΤΙΦΩΝΤΟΣ, Τετραλογία Α β 3 - 4

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

ὁ παγχάλεπος, ον:

ο υπερβολικά δύσκολος,

επικίνδυνος, φοβερός

ἐλέγχω

: (+αιτ.) ανακρίνω, ερωτώ κάποιον, κατηγορώ

/ αποδεικνύω (+αιτ +κατηγ. µτχ. / +β΄ουσα προτ.) / Μ.

αποδεικνύοµαι (+κατηγ. µτχ.)

καταδοκέω, -ῶ:

(+ειδ. απαρεµφ.) υποψιάζοµαι,

υποθέτω ότι / Μ. (+ειδ. απαρεµφ.) θεωρούµαι

ύποπτος

πρόοιδα:

(+αιτ. / +αιτ. +κατηγ. µτχ. / +β ουσα προτ.)

γνωρίζω από πιο µπροστά

γιγνώσκω

: (+αιτ. / +αιτ. +κατηγ. µτχ. / +ειδ. απαρεµφ. /

+ειδ. προτ.) γνωρίζω / (+τελ. απαρεµφ.) αποφασίζω

ἐπιβουλεύω

: (+δοτ. / +δοτ. +αιτ.) σχεδιάζω,

µηχανεύοµαι, σκέφτοµαι εχθρικά για κάποιον/ Π.

γίνοµαι θύµα επιβουλής ή κακών σχεδίων

διακωλύω

: (+αιτ. / +αιτ. +τελ. απαρεµφ.) εµποδίζω

κάποιον (να)

λανθάνω

: (+αιτ. / +αιτ. +κατηγ. µτχ.) ξεφεύγω από την

προσοχή κάποιου (ότι) / (+κατηγ. µτχ.) / (+αιτ. +ειδ.

προτ.) ξεφεύγει από κάποιον ότι

καθίστηµι

: (+αιτ.) τοποθετώ κάτι, εγκαθιστώ, ορίζω,

τακτοποιώ / (+2αιτ. Κ + Α) διορίζω κάποιον ως, κάνω

κάποιον / Μ. (+αιτ. / +2αιτ. Κ + Α) παρουσιάζοµαι,

διορίζοµαι / ρυθµίζω, εκλέγω κάποιον / ησυχάζω /

(+Κ / +εµπροθ. ) γίνοµαι, έρχοµαι σε