ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
58
ΘΕΜΑ 14
Οἱ πρῶτοι τῶν Μακεδόνων κατεκόπησαν πρός τῶν Περσῶν
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ (ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟ)
Π. 33
ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΙΤΙΟ
Π. 38
ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΙ (ΓΕΝΙΚΗ)
Π. 49
ΚΕΙΜΕΝΟ
1.
T
¦ mn ÐmologoÚmena tîn pragm£twn ØpÒ te toà nÒmou katakškritai ØpÒ te tîn
yhfisamšnwn
,
o‰ kÚrioi p£shj tÁj polite…aj e„s…n
·
™¦n dš ti ¢mfisbht»simon Ï
,
toàto Øm‹n
,
ð ¥ndrej pol‹tai
,
prostštaktai diagnînai
.
Omai mn oân oÙd ¢mfisbht»sein prÕj ™m tÕn
diwkÒmenon
·
Ð g¦r pa‹j mou ™n gumnas…J ¢kontisqeˆj di¦ tîn pleurîn ØpÕ toÚtou toà
meirak…ou paracrÁma ¢pšqanen
.
`EkÒnta mn oân oÙk ™pikalî ¢pokte‹nai
,
¥konta dš
.
2.
'Emoˆ d oÙk ™l£ssw toà ˜kÒntoj ¥kwn t¾n sumfor¦n katšsthse
.
`Um©j d ¢xiî ™leoàntaj
mn t¾n ¢paid…an tîn gonšwn
,
o„kt…rontaj d t¾n ¥wron toà ¢poqanÒntoj teleut»n
,
e‡rgontaj ïn Ð nÒmoj e‡rgei tÕn ¢pokte…nanta m¾ perior©n ¤pasan t¾n pÒlin ØpÕ toÚtou
miainomšnhn
.
ΑΝΤΙΦΩΝΤΟΣ, Τετραλογία Β α 1 - 2
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ὁµολογέω, -ῶ:
(+δοτ.) συµφωνώ / (+δοτ. +αιτ.)
συµφωνώ µε κάποιον για κάτι / (+ειδ. προτ. / +ειδ.
απαρεµφ.) οµολογώ, παραδέχοµαι
κατακρίνω
: (+γεν. / +αιτ.) καταδικάζω κάποιον / (+αιτ.
+τελ. απαρεµφ.) καταδικάζω κάποιον να / Π.
καταδικάζοµαι
προστάττω
: (+αιτ.) παρατάσσω, τοποθετώ κάποιον,
επιβάλλω κάτι / (+αιτ. +δοτ.) παραχωρώ σε κάποιον
κάτι, διορίζω κάποιον σε, διατάζω κάποιον για κάτι /
(+δοτ. +τελ. απαρεµφ.) διατάζω κάποιον να
διαγιγνώσκω
: (+αιτ.) διακρίνω, διαχωρίζω / (+τελ.
απαρεµφ.) κρίνω, αποφασίζω να / Μ. διαπιστώνοµαι
διώκω
: (+αιτ.) καταδιώκω κάποιον / (δικαν.)
καταγγέλλω κάποιον στο δικαστήριο, είµαι ο
κατήγορος
ἐπικαλέω, -ῶ:
(+αιτ.) επικαλούµαι κάποιον,
προσκαλώ, καλώ ως µάρτυρα / (+δοτ.) φιλονικώ µε
κάποιον / κατηγορώ κάποιον / (+δοτ. +αιτ. / +δοτ.
+ειδ. απαρεµφ.) κατηγορώ κάποιον για (το ότι) / Π.
παίρνω καινούριο όνοµα, µετονοµάζοµαι,
προσονοµάζοµαι σκωπτικά
ἀξιόω, -ῶ:
(+αιτ. / +αιτ. +γεν. της αξίας) θεωρώ
κάποιον άξιο (για) / (+τελ. απαρεµφ.) αξιώνω, θεωρώ
δίκαιο να, έχω την αξίωση να
οἰκτίρω
: (+αιτ.) λυπάµαι κάποιον, νιώθω οίκτο για
κάποιον
εἴργω
: (+αιτ. / +γεν. / +αιτ. +γεν. / +τελ. απαρεµφ.)
περιορίζω, αποκλείω, εµποδίζω κάποιον από,
κάποιον να
περιοράω, -ῶ:
(+αιτ. / +αιτ. +κατηγ. µτχ.) παραµελώ
κάποιον ή κάτι, ανέχοµαι κάποιον να / αναµένω κάτι
µιαίνω
: (+αιτ.) κηλιδώνω, µολύνω




