ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
60
ΘΕΜΑ 15
Οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται παρασκευαστόν εἶναι ἀρετήν
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
Π. 31 - 32
ΟΜΟΙΟΠΤΩΤΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΙ
Π. 41 - 42
(ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΣ)
ΚΕΙΜΕΝΟ
10.
'A
poluÒmenoj d ØpÒ te tÁj ¢lhqe…aj tîn pracqšntwn ØpÒ te toà nÒmou kaq
'
Ön
dièketai
,
oÙd tîn ™pithdeum£twn e†neka d…kaioi toioÚtwn kakîn ¢xioàsqa… ™smen
.
OátÒj
te g¦r ¢nÒsia pe…setai t¦j oÙ proshkoÚsaj fšrwn ¡mart…aj
,
™gè te m©llon mn oÙdšn
,
Ðmo…wj d toÚtJ ¢nam£rthtoj ên
,
e„j pollaplas…ouj toÚtou sumfor¦j ¼xw
·
™p… te g¦r tÍ
toÚtou diafqor´ ¢b…wton tÕ leipÒmenon toà b…ou di£xw
,
™p… te tÍ ™mautoà ¢paid…v zîn œti
katorucq»somai
.
11.
'Eleoàntej oân toàde mn toà nhp…ou t¾n ¢nam£rthton sumfor£n
,
™moà
d toà ghraioà kaˆ ¢ql…ou t¾n ¢prosdÒkhton kakop£qeian
,
m¾ katayhfis£menoi dusmÒrouj
¹m©j katast»shte
,
¢ll
'
¢polÚontej eÙsebe‹te
.
“O te g¦r ¢poqanën sumfora‹j peripesën
oÙk ¢timèrhtÒj ™stin
,
¹me‹j te oÙ d…kaioi t¦j toÚtwn ¡mart…aj sumfšrein ™smšn
.
12. T»n te
oân eÙsšbeian toÚtwn tîn pracqšntwn kaˆ tÕ d…kaion a„doÚmenoi Ðs…wj kaˆ dika…wj
¢polÚete ¹m©j
,
kaˆ m¾ ¢qliwt£tw dÚo patšra kaˆ pa‹da ¢èroij sumfora‹j perib£lhte
.
ΑΝΤΙΦΩΝΤΟΣ, Τετραλογία Β β 10 -12
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ἀπολύω:
(+αιτ. / +αιτ. +γεν.) απελευθερώνω κάποιον
από κάτι, αφήνω κάποιον / Μ. (+αιτ.) αφήνω κάποιον
/αναιρώ, ανασκευάζω / (+γεν. +αιτ.) απαλλάσσω
κάποιον από, απελευθερώνω / (δικαν.) αθωώνω
κάποιον / Π. απαλλάσσοµαι, αθωώνοµαι /
αποχωρίζοµαι
διώκω
: (+αιτ.) καταδιώκω κάποιον / (δικαν.)
καταγγέλλω κάποιον στο δικαστήριο, έιµαι ο
κατήγορος
τό ἐπιτήδευµα:
ασχολία, συνήθεια, άσκηση /
επάγγελµα, εργασία
ἀξιόω, -ῶ:
(+αιτ. / +αιτ. +γεν. της αξίας) θεωρώ
κάποιον άξιο (για) / (+τελ. απαρεµφ.) αξιώνω, θεωρώ
δίκαιο να, έχω την αξίωση να
κατορύττω
: (+αιτ.) θάβω, καλύπτω, κρύβω κάποιον ή
κάτι
καταψηφίζοµαι
: (+γεν.) καταδικάζω κάποιον / Π.
καταδικάζοµαι
ὁ δύσµορος, ον
: ατυχής, κακότυχος
καθίστηµι
: (+αιτ.) τοποθετώ κάτι, εγκαθιστώ, ορίζω,
τακτοποιώ / (+2αιτ. Κ + Α) διορίζω κάποιον ως, κάνω
κάποιον / Μ. (+αιτ. / +2αιτ. Κ + Α) παρουσιάζοµαι,
διορίζοµαι / ρυθµίζω, εκλέγω κάποιον / ησυχάζω /
(+Κ / +εµπροθ. ) γίνοµαι, έρχοµαι σε
περιπίπτω
: (+δοτ.) πέφτω πάνω σε, συναντώ,
συµβαίνω σε κάποιον
συµφέρω:
(+αιτ.) συγκεντρώνω / συνεισφέρω /
ανέχοµαι, υποµένω, συγχωρώ / (απολ.) ωφελώ, είµαι
χρήσιµος, βοηθώ / (+δοτ.), συµφέρω / συµφωνώ,
ταιριάζω / (απρ.) είναι χρήσιµο, συµφέρει / Μ. (+δοτ.)
συγκρούοµαι µε κάποιον / συµφωνώ, συνεννοούµαι
/ συγκατανεύω / αρµόζω, ταιριάζω /(απολ.)
συµβαίνω, γίνοµαι /(απρ.) συµβαίνει
περιβάλλω
: (+αιτ.) ρίχνω ολόγυρα ή πάνω /
περικυκλώνω / αγκαλιάζω / (+αιτ. +δοτ.) περιβάλλω
κάποιον ή κάτι µε / Μ. (+αιτ.) ντύνοµαι / (+αιτ. +δοτ.)
περιβάλλω, περικλείω κάποιον ή κάτι µε / (+αιτ.)
προσπαθώ να κερδίσω κάτι




