ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
66
ΘΕΜΑ 18
Ἐµαυτῷ ξυνῄδη οὐδέν ἐπισταµένῳ
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΟΧΗΣ
Π. 117.2
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟΥ Π. 115 - 116
ΚΕΙΜΕΝΟ
6.
O
Ûtw d fanerîj ™k pantÕj trÒpou ™legcÒmenoj ¢pokte‹nai tÕn ¥ndra
,
e„j toàto
tÒlmhj kaˆ ¢naide…aj ¼kei
,
ést
'
oÙk ¢rkoàn aÙtù ™stin Øpr tÁj aØtoà ¢sebe…aj
¢pologe‹sqai
,
¢ll¦ kaˆ ¹m©j
,
o‰ tÕ toÚtou m…asma ™pexercÒmeqa
,
¢qšmista kaˆ ¢nÒsia dr©n
fhsi
.
7.
ToÚtJ mn oân pršpei kaˆ taàta kaˆ œti toÚtwn deinÒtera lšgein
,
toiaàta
dedrakÒti
·
¹me‹j d tÒn te
q£naton fanerÕn ¢podeiknÚntej
,
t»n te plhg¾n Ðmologoumšnhn ™x
Âj ¢pšqane
,
tÒn te nÒmon e„j tÕn pat£xanta tÕn fÒnon ¢n£gonta
,
¢ntˆ toà ¢poqanÒntoj
™pisk»ptomen Øm‹n
,
tù toÚtou fÒnJ tÕ m»nima tîn ¢lithr…wn ¢kesamšnouj p©san t¾n pÒlin
kaqar¦n toà mi£smatoj katastÁsai
.
ΑΝΤΙΦΩΝΤΟΣ, Τετραλογία Γ γ 6 - 7
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ἐλέγχω
: (+αιτ.) ανακρίνω, ερωτώ κάποιον, κατηγορώ
/αποδεικνύω (+αιτ + κατηγ. µτχ. / +β΄ουσα προτ.) / Μ.
αποδεικνύοµαι (+κατηγ. µτχ.)
ἐπεξέρχοµαι
: (+δοτ.) βγαίνω εναντίον κάποιου,
επιτίθεµαι, καταδιώκω κάποιον (κυρ.) δικαστικά, /
τιµωρώ, εκδικούµαι κάποιον / (+αιτ.) διώκω κάποιον
δικαστικά / εξετάζω µε λεπτοµέρειες κάτι, πετυχαίνω,
εκτελώ κάτι
ὁ ἀθέµιστος, ον:
άνοµος / άθεος, ασεβής, ανόσιος
ἀποδείκνυµι:
(+αιτ. / +δοτ. +αιτ. / +κατηγ. µτχ. /
+β΄ουσα προτ.) φανερώνω, αποδεικνύω,
παρουσιάζω, δηµοσιεύω, καθιστώ, παριστάνω/ Μ.
(+αιτ.) δείχνω κάτι
ὁµολογέω, -ῶ
: (+δοτ.) συµφωνώ / (+δοτ. +αιτ.)
συµφωνώ µε κάποιον για κάτι / (+ειδ. προτ. / +ειδ.
απαρεµφ.) οµολογώ, παραδέχοµαι
ἀνάγω
: (+αιτ. / +εµπροθ. / +αιτ. +εµπροθ.) οδηγώ
προς τα επάνω, οδηγώ προς το εσωτερικό της
χώρας, οδηγώ το πλοίο στα ανοικτά / παραπέµπω
κάποιον σε / Μ. ανοίγοµαι στα ανοικτά, αποπλέω
ἐπισκήπτω
: (+αιτ.) κάνω κάτι να πέσει σε / (+δοτ. /
+δοτ. +τελ. απαρεµφ.) επιβάλλω σε κάποιον (να),
εξορκίζω κάποιον να / (δικαν.) καταγγέλλω κάποιον,
κινώ αγωγή εναντίον κάποιου/ Μ. (+δοτ.)
καταγγέλλω κάποιον
τό µήνιµα:
η αιτία οργής / η ενοχή
ὁ ἀλιτήριος, ον:
αµαρτωλός, ένοχος / εκδικητής, το
εκδικούµενο πνεύµα
ἀκέοµαι, -οῦµαι:
(+αιτ.) θεραπεύω, διορθώνω κάτι,
κάποιον
καθίστηµι
: (+αιτ.) τοποθετώ κάτι, εγκαθιστώ, ορίζω,
τακτοποιώ / (+2αιτ. Κ + Α) διορίζω κάποιον ως, κάνω
κάποιον / Μ. (+αιτ. / +2αιτ. Κ + Α) παρουσιάζοµαι,
διορίζοµαι / ρυθµίζω, εκλέγω κάποιον / ησυχάζω /
(+Κ / +εµπροθ. ) γίνοµαι, έρχοµαι σε




