ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
72
ΘΕΜΑ 21
Πολλοί γάρ ὄντες εὐγενεῖς εἰσιν κακοί
ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Π. 98 - 104
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
Π. 122 - 127
ΚΕΙΜΕΝΟ
3.
`O
mn oân ¢gën ™moˆ mšgistoj tù kinduneÚonti kaˆ diwkomšnJ
.
`Hgoàmai mšntoi ge
kaˆ Øm‹n to‹j dikasta‹j perˆ polloà enai t¦j fonik¦j d…kaj Ñrqîj diagignèskein
,
m£lista
mn tîn qeîn ›neka kaˆ toà eÙseboàj
,
œpeita d kaˆ Ømîn aÙtîn
.
”Esti mn g¦r perˆ toà
toioÚtou aÙtoà
m…a d…kh
·
aÛth d m¾ Ñrqîj katagnwsqe‹sa „scurotšra ™stˆ toà dika…ou kaˆ
toà ¢lhqoàj
.
4.
'An£gkh g£r
,
™¦n Øme‹j katayhf…shsqe
,
kaˆ m¾ Ônta fonša mhd œnocon tù
œrgJ cr»sasqai tÍ d…kV
,
kaˆ nÒmJ e‡rgesqai pÒlewj ƒerîn ¢gènwn qusiîn
,
¤per mšgista
kaˆ palaiÒtata to‹j ¢nqrèpoij
.
TosaÚthn g¦r ¢n£gkhn Ð nÒmoj œcei éste kaˆ ¥n tij kte…nV
tin¦ ïn aÙtÕj krate‹ kaˆ m¾ œstin Ð timwr»swn
,
tÕ nomizÒmenon kaˆ tÕ qe‹on dediëj ¡gneÚei
te ˜autÕn kaˆ ¢fšxetai ïn e‡rhtai ™n tù nÒmJ
,
™lp…zwn oÛtwj ¨n ¥rista pr£xein
.
5.
”Esti
mn g¦r t¦ ple…w to‹j ¢nqrèpoij toà b…ou ™n ta‹j ™lp…sin
·
¢sebîn d kaˆ paraba…nwn t¦ e„j
toÝj qeoÝj kaˆ aÙtÁj ¨n tÁj ™lp…doj
,
Óper mšgistÒn ™sti to‹j ¢nqrèpoij ¢gaqÒn
,
aÙtÕj
aØtÕn ¢postero…h
.
ΑΝΤΙΦΩΝΤΟΣ, Περί τοῦ χορευτοῦ 3 - 5
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
διώκω
: (+αιτ.) καταδιώκω κάποιον / (δικαν.)
καταγγέλλω κάποιον στο δικαστήριο, είµαι ο
κατήγορος
ἡγέοµαι, -οῦµαι:
(+ειδ. απαρεµφ.) νοµίζω, έχω τη
γνώµη / (+2αιτ. Α + Κ) θεωρώ κάποιον ως / (+γεν.)
κυβερνώ, είµαι επικεφαλής / (+δοτ.) οδηγώ
διαγιγνώσκω
: (+αιτ.) διακρίνω, διαχωρίζω / (+τελ.
απαρεµφ.) κρίνω, αποφασίζω να / Μ. διαπιστώνοµαι
καταγιγνώσκω:
(+γεν. / +τελ. απαρεµφ.) καταδικάζω
κάποιον (να) / (+γεν. +ειδ. απαρεµφ. κατηγορώ
κάποιον ότι / (+αιτ.) διακρίνω, παρατηρώ κάτι
καταψηφίζοµαι
: (+γεν.) καταδικάζω κάποιον / Π.
καταδικάζοµαι
χρήοµαι, -ῶµαι:
(+δοτ. προσ.) συµπεριφέροµαι /
(+δοτ. πραγµ.) χρησιµοποιώ / (+δοτ. +αιτ. συστ.
αντικ.) / (+2δοτ. Α + Κ) έχω, χρησιµοποιώ κάποιον ως
εἴργω
: (+αιτ. / +γεν. / +αιτ. +γεν. / +τελ. απαρεµφ.)
περιορίζω, αποκλείω, εµποδίζω κάποιον από,
κάποιον να
κρατέω, -ῶ:
(+αιτ.) νικώ / (+γεν.) είµαι κύριος κάποιου,
έχω υπό την κατοχή µου
τιµωρέω, -ῶ:
(+δοτ.) βοηθώ / (σπ.) παίρνω εκδίκηση
για λογαριασµό κάποιου / (+αιτ.) τιµωρώ / Μ. (+αιτ.)
τιµωρώ, εκδικούµαι κάποιον / Π. τιµωρούµαι
τά νοµιζόµενα:
ήθη και έθιµα, συνήθειες / τα
καθιερωµένα / οι νόµοι
ἁγνεύω:
είµαι καθαρός / (+αιτ.) καθαρίζω / (+γεν.)
διατηρούµαι αγνός από κάτι
ἀπέχω:
(+αιτ. +γεν.) κρατώ κάποιον µακριά από
/
(απολ.) απέχω / Μ. (+γεν.) απέχω από κάτι
ἐλπίζω
: (+αιτ. / +ειδ. ή τελ. απαρεµφ) ελπίζω,
υποθέτω, πιστεύω
εὖ πράττω
: ευτυχώ
≠
κακῶς πράττω
ἀποστερέω, -ῶ:
(+αιτ. +γεν. / αιτ. + αιτ.) στερώ
κάποιον από κάτι, αποµακρύνω / (+αιτ.) αφαιρώ,
αρπάζω κάτι / Μ. (+γεν.) στερούµαι από κάτι




