ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
76
ΘΕΜΑ 23
Ἄρα σοί πρῶτον κτητέον ἐστίν ἀρετήν
ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ Π. 120 - 121
ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ Π. 139 - 141
ΚΕΙΜΕΝΟ
4.
O
Ùk ¢gnoî dš
,
ð ¥ndrej 'Aqhna‹oi
,
§ mšllw ™n prètoij lšgein
,
Óti fane‹sqe kaˆ
˜tšrwn prÒteron ¢khkoÒtej
·
¢ll£ moi doke‹ kairÕj enai kaˆ ™m nàn prÕj Øm©j tù aÙtù
lÒgJ toÚtJ cr»sasqai
.
`Omologoàntai g¦r tre‹j enai polite‹ai par¦ p©sin ¢nqrèpoij
,
turannˆj kaˆ Ñligarc…a kaˆ dhmokrat…a
·
dioikoàntai d
'
aƒ mn turann…dej kaˆ Ñligarc…ai
to‹j trÒpoij tîn ™festhkÒtwn
,
aƒ d pÒleij aƒ dhmokratoÚmenai to‹j nÒmoij to‹j keimšnoij
.
5. Eâ d
'
‡ste
,
ð 'Aqhna‹oi
,
Óti t¦ mn tîn dhmokratoumšnwn sèmata kaˆ t¾n polite…an oƒ
nÒmoi sózousi
,
t¦ d tîn tur£nnwn kaˆ Ñligarcikîn ¢pist…a kaˆ ¹ met¦ tîn Óplwn frour£
.
Fulaktšon d¾ to‹j mn Ñligarciko‹j kaˆ to‹j t¾n ¥nison polite…an politeuomšnoij toÝj ™n
ceirîn nÒmJ t¦j polite…aj katalÚontaj
,
¹m‹n d to‹j t¾n ‡shn kaˆ œnnomon polite…an œcousi
toÝj par¦ toÝj nÒmouj À lšgontaj À bebiwkÒtaj
·
™nteàqen g¦r „scÚsete
,
Ótan eÙnomÁsqe kaˆ
m¾ katalÚhsqe ØpÕ tîn paranomoÚntwn
.
ΑΙΣΧΙΝΟΥ, Κατά Τιµάρχου 4 - 5
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
µέλλω
: (+τελ. απαρεµφ. / απολ.) σκοπεύω να,
αναβάλλω
φαίνω:
(+αιτ.) φέρνω κάτι ή κάποιον στο φως / (+αιτ.
+δοτ.) παρουσιάζω σε κάποιον κάτι / (+2αιτ. Α + Κ)
αποδεικνύω κάποιον ως / Μ. (+ κατηγ. µτχ.) φαίνοµαι
ότι, αποδεικνύοµαι ότι / (+ειδ. - τελ. απαρεµφ.)
παρέχω την εντύπωση ότι / (+Κ) φαίνοµαι
ἀκούω
: (+γεν. / +αιτ. / +γεν. +αιτ. / +γεν. +κατηγ. µτχ. /
+αιτ. +κατηγ. µτχ. / +ειδ. προτ. / +ειδ. απαρεµφ.)
δοκέω, -ῶ:
(+ειδ. απαρεµφ.) µου φαίνεται, νοµίζω /
(+τελ. απαρεµφ.) µου φαίνεται καλό να, αποφασίζω
καιρός ἐστι
: είναι (κατάλληλος) καιρός, ευκαιρία
χρήοµαι, -ῶµαι:
(+δοτ. προσ.) συµπεριφέροµαι /
(+δοτ. πραγµ.) χρησιµοποιώ / (+δοτ. +αιτ. συστ. αντικ.)
/ (+2δοτ. Α + Κ) έχω, χρησιµοποιώ κάποιον ως
ἡ πολιτεία
: τα πολιτικά δικαιώµατα / ο τρόπος
καθηµερινής ζωής του πολίτη / το πολίτευµα, το
πολιτικό σύστηµα / πολιτεία, δηµοκρατία
ὁ τρόπος
: τροπή, στροφή / τρόπος, χαρακτήρας,
συµπεριφορά, διαγωγή / συνήθεια, έθιµο
ἐφίστηµι
: (+αιτ./ +αιτ. +δοτ. ή εµπροθ.) στήνω κάτι σε /
διορίζω, τοποθετώ κάποιον πάνω από ή κοντά σε /
προσηλώνω κάτι σε / ορίζω / ιδρύω / (+2αιτ. Α + Κ)
τοποθετώ κάποιον ως / (+αιτ.) σταµατώ, εµποδίζω /
Μ. (απολ. / +δοτ.) στέκοµαι (κοντά) / επιστατώ,
επιβλέπω, προσέχω κάποιον ή κάτι / στέκοµαι
αντιµέτωπος / (απολ. / +γεν.) σταµατώ
οἱ ἐφεστηκότες
: οι επίσηµοι, οι άρχοντες
ἡ ἀπιστία
: δυσπιστία, έλλειψη εµπιστοσύνης
φυλάττω
: (+αιτ.) διαφυλάττω κάποιον ή κάτι,
υπερασπίζω, προσέχω / παραφυλάττω
κάποιον, καραδοκώ / Μ. (+αιτ.) διατηρώ, φυλάττω
κάτι, προφυλάσσοµαι από κάποιον / (+τελ. απαρεµφ.
/ + πλάγια ερωτηµ. / +ενδ. προτ.) προσέχω (πως),
(να), (µήπως)
πολιτεύω και πολιτεύοµαι
: είµαι πολίτης / ζω ως
πολίτης, ενεργώ ως πολίτης / συµµετέχω στην
πολιτική ζωή, διοικώ, κυβερνώ
καταλύω
: (+αιτ.) καταστρέφω, καταργώ, καταπατώ,
διαλύω, παραµελώ, τερµατίζω κάτι / (+αιτ. / +αιτ.
+γεν.) καθαιρώ, απολύω κάποιον (από) / (απολ.)
διαµένω, καταλύω




