ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
78
ΘΕΜΑ 24
Ταράσσοµαι φρένας
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
Π. 31 - 32
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΙ (ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ)
Π. 57
ΚΕΙΜΕΝΟ
48.
'E
ke‹nÒ ge oÙ m»pote dun»sontai
,
¢felšsqai t¾n ¢l»qeian
,
oÙd t¾n ™n tÍ pÒlei perˆ
Tim£rcou f»mhn
,
¿n oÙk ™gë toÚtJ pareskeÚasa
,
¢ll
'
aÙtÕj oátoj ˜autù
.
OÛtw g¦r cr¾
kaqarÕn enai tÕn b…on toà sèfronoj ¢ndrÒj
,
éste mhd
'
™pidšcesqai dÒxan a„t…aj ponhr©j
.
49. BoÚlomai d k¢ke‹no proeipe‹n
,
™¦n ¥ra ØpakoÚsV Ð MisgÒlaj to‹j nÒmoij kaˆ Øm‹n
.
E„sˆ
fÚseij ¢nqrèpwn polÝ diafšrousai ÑfqÁnai tîn ¥llwn t¦ perˆ t¾n ¹lik…an
·
œnioi mn g¦r
nšoi Ôntej
,
profere‹j kaˆ presbÚteroi fa…nontai
,
›teroi d polÝn ¢riqmÕn crÒnou gegonÒtej
pant£pasi nšoi
.
ToÚtwn d
'
™stˆ tîn ¢ndrîn Ð MisgÒlaj
.
Tugc£nei mn g¦r ¹likièthj ín
™mÕj kaˆ sunšfhboj
,
kaˆ œstin ¹m‹n toutˆ pšmpton kaˆ tettarakostÕn œtoj
·
kaˆ ™gë mn
tosautasˆ poli¦j œcw Ósaj Øme‹j Ðr©te
,
¢ll
'
oÙk ™ke‹noj
.
Di¦ t… oân taàta prolšgw; “Ina
m¾ ™xa…fnhj aÙtÕn „dÒntej qaum£shte kaˆ toioàtÒn ti tÍ diano…v Øpol£bhte
· "
ð `Hr£kleij
,
¢ll
'
oátÒj ge toÚtou oÙ polÝ diafšrei
".
“Ama mn g¦r ¹ fÚsij ™stˆ toiaÚth toà ¢nqrèpou
,
¤ma d ½dh meirak…J Ônti aÙtù ™plhs…azen
.
ΑΙΣΧΙΝΟΥ, Κατά Τιµάρχου 48 - 49
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
πείθω
: (+αιτ. / +αιτ. προσ. +αιτ. πραγµ. / +αιτ. + τελ.
απαρεµφ.) πείθω κάποιον (να) / Μ. (+δοτ.) πείθοµαι
σε κάποιον, πιστεύω
ἀφαιρέω, -ῶ:
(+αιτ. / +αιτ. +γεν. / +αιτ. +αιτ.) αφαιρώ
από κάποιον κάτι, αποστερώ, αποχωρίζω από
κάποιον κάτι / (+γεν.) ελαττώνω κάτι / Μ. (αιτ. +αιτ./
+αιτ. +γεν.) αφαιρώ από κάποιον κάτι (για τον εαυτό
µου)
ἡ δόξα:
γνώµη, δοξασία / προσδοκία / καλή φήµη,
τιµή, υπόληψη / δόξα, αξίωµα
προλέγω
: (+αιτ.) προλέγω, διακηρύττω, δηλώνω,
προφητεύω / (+δοτ. +τελ. απαρεµφ.) διατάζω
κάποιον να / (+δοτ. +ειδ. απαρεµφ. ή ειδ. προτ.)
προειδοποιώ κάποιον ότι
διαφέρω
: (+αιτ.) µεταφέρω, / περνώ (τη ζωή µου)
υποφέρω, αντέχω, διαδίδω / (+γεν.) διαφέρω από
κάποιον, υπερέχω / διαφέρει / (απρ.) συµφέρει,
ενδιαφέρει / Μ. (+δοτ.) φιλονικώ µε κάποιον, έχω
διαφορές
ὁ προφερής, ές
: εξαίρετος, έξοχος / πρεσβύτερος
τυγχάνω
: (+γεν.) πετυχαίνω κάτι / (+δοτ.) συναντώ
κάποιον / (+κατηγ. µτχ.)/ (απρ.) τυχαίνει να / (+ Κ)
υπάρχω, είµαι
ὁ ἡλικιώτης
: συνοµήλικος / σύντροφος
ὁ πολιός, ά, όν:
λευκός / διαυγής, καθαρός
/γαλήνιος /
αἱ πολιαί:
τα άσπρα µαλλιά
θαυµάζω
: (+γεν. / +αιτ. / +αιτιολ. προτ.) θαυµάζω
κάποιον ή κάτι, παραξενεύοµαι µε κάποιον ή κάτι,
εκπλήσσοµαι / (+πλάγια ερωτηµ.) απορώ,
παραξενεύοµαι
ὑπολαµβάνω
: (+αιτ.) λαµβάνω (από κάτω ή κρυφά),
κατανοώ / (+αιτ. / +αιτ. +δοτ. / +δοτ. +ειδ. απαρεµφ. ή
ειδ. προτ. / απολ.) παίρνω το λόγο και µιλώ, απαντώ,
διακόπτω κάποιον (και λέω) / (+ειδ. απαρεµφ. / +αιτ.)
νοµίζω, θεωρώ / (+2αιτ. Α + Κ) θεωρώ κάποιον ως
πλησιάζω
: (+δοτ.) πλησιάζω, ανταµώνω µε κάποιον /
συνουσιάζοµαι




