ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
80
ΘΕΜΑ 25
Ἅ µή µεµάθηκας, προσλάµβανε ταῖς ἐπιστήµαις
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΙ (∆ΟΤΙΚΗ)
Π. 55
ΥΠΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Π. 88 - 92
ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Π. 98 - 104
ΚΕΙΜΕΝΟ
72.
O
Ù g¦r œgwge Øpolamb£nw oÛtwj Øm©j ™pil»smonaj enai éste ¢mnhmone‹n ïn
Ñl…gJ prÒteron ºkoÚsate ¢nagignwskomšnwn tîn nÒmwn ™n oŒj gšgraptai
,
™£n tij
misqèshta… tina 'Aqhna…wn ™pˆ taÚthn t¾n pr©xin
,
À ™£n tij ˜autÕn misqèsV
,
œnocon enai
to‹j meg…stoij kaˆ to‹j ‡soij ™pitim…oij
.
T…j oân oÛtw tala…pwrÒj ™stin ¥nqrwpoj Óstij ¨n
™qel»seie safîj toiaÚthn martur…an marturÁsai
,
™x Âj Øp£rcei aÙtù
,
™¦n t¢lhqÁ martu-
r»sV
,
™pideiknÚnai œnocon Ônta ˜autÕn to‹j ™sc£toij ™pitim…oij; OÙkoàn ØpÒloipÒn ™sti tÕn
peponqÒta aÙtÕn Ðmologe‹n
.
73.
'All¦ di¦ toàto kr…netai
,
Óti taàta pr£xaj par¦ toÝj
nÒmouj ™dhmhgÒrei
.
BoÚlesqe oân tÕ Ólon pr©gma ¢fîmen kaˆ m¾ zhtîmen; N¾ tÕn Poseidî
kalîj ¥ra t¾n pÒlin o„k»somen
,
e„ § aÙtoˆ œrgJ ‡smen gignÒmena
,
taàta ™¦n m» tij deàro
parelqën safîj ¤ma kaˆ ¢naiscÚntwj martur»sV
,
di¦ toàto ™pilhsÒmeqa
.
ΑΙΣΧΙΝΟΥ, Κατά Τιµάρχου 72 - 73
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ὑπολαµβάνω
: (+αιτ.) λαµβάνω (από κάτω ή κρυφά),
κατανοώ / (+αιτ. / +αιτ. +δοτ. / +δοτ. +ειδ. απαρεµφ. ή
ειδ. προτ. / απολ.) παίρνω το λόγο και µιλώ, απαντώ,
διακόπτω κάποιον (και λέω) / (+ειδ. απαρεµφ. / +αιτ.)
νοµίζω, θεωρώ / (+2αιτ. Α + Κ) θεωρώ κάποιον ως
ὁ ἐπιλήσµων, ον:
ξεχασιάρης
ἀµνηµονέω, -ῶ
: (+γεν. / +αιτ. / +κατηγ. µτχ. / +ειδ.
προτ.) λησµονώ κάποιον ή κάτι / δεν το(ν) αναφέρω
ἀκούω
: (+γεν. / +αιτ. / +γεν. +αιτ. / +γεν. +κατηγ. µτχ.)
ακούω (µε τα αυτιά µου, εγώ ο ίδιος) / (+αιτ. +κατηγ.
µτχ. / +ειδ. προτ. / +ειδ. απαρεµφ.)
µισθόω, -ῶ:
(+αιτ. / +αιτ. +δοτ.) δίνω σε κάποιον (κάτι)
µε µισθό, νοικιάζω, µισθώνω / Μ. (+αιτ.) νοικιάζω,
προσφέρω µε µίσθωση, µισθώνω / (+τελ. απαρεµφ.)
βάζω κάποιον µε µισθό να
ἡ µίσθωσις:
εκµίσθωση, ενοικίαση
τό ἐπιτίµιον - τά ἐπιτίµια:
η τιµή η οφειλόµενη σε
κάποιον/ ποινή, τιµωρία / αµοιβή
µαρτυρέω, -ῶ:
(+δοτ.) δίνω µαρτυρία για κάποιον /
(+αιτ.) επιβεβαιώνω κάτι (ως µάρτυρας) / (+ειδ.
απαρεµφ. ή ειδ. προτ. +δοτ.) µαρτυρώ για κάποιον ή
κάτι (ότι)
ὑπάρχει
: (απρ.) είναι δυνατό
ὁµολογέω, -ῶ:
(+δοτ.) συµφωνώ / (+δοτ. +αιτ.)
συµφωνώ µε κάποιον για κάτι / (+ειδ. προτ. / +ειδ.
απαρεµφ.) οµολογώ, παραδέχοµαι
ἀφίηµι
: (+αιτ. / +γεν. / +αιτ. +τελ. απαρεµφ.) αφήνω
κάποιον - κάτι (να) / (+ αιτ. +γεν.) απαλλάσσω
κάποιον από, αθωώνω / Μ. (+γεν.) ελευθερώνοµαι
από, εγκαταλείπω κάτι
οἶδα
: (+αιτ. / +πλάγια ερωτηµ. / +ειδ. προτ. / +αιτ.
+κατηγ. µτχ.) γνωρίζω
πάρειµι
: (+αιτ. / απολ.) περνώ από µπροστά,
προσπερνώ, / εµφανίζοµαι, παρουσιάζοµαι να
µιλήσω / µεταβαίνω
ἐπιλανθάνοµαι
: (+γεν. / +αιτ. / +ειδ. προτ. / +ειδ.
απαρεµφ.) λησµονώ κάποιον, κάτι




