ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
86
ΘΕΜΑ 28
Ἀπορῶ τί πρῶτον εἴπω
ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΙ (ΓΕΝΙΚΗ)
Π. 49
ΟΜΟΙΟΠΤΩΤΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΙ
(ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡOΣ∆.)
Π. 43 - 44
ΠΛΑΓΙΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ
Π. 84 - 85
ΚΕΙΜΕΝΟ
7.
P
erˆ d tÁj ¥llhj kathgor…aj dšomai Ømîn
,
ð ¥ndrej 'Aqhna‹oi
,
™£n ti paral…pw
kaˆ m¾ mnhsqî
,
™perwt©n me kaˆ dhloàn Ó ti ¨n poqÁte mou ¢koàsai
,
mhdn prokategnw-
kÒtaj æj ¢dikî
,
¢ll
'
‡sV tÍ eÙno…v ¢koÚontaj
.
'Aporî d
'
ÐpÒqen cr¾ prîton ¥rxasqai
,
di¦
t¾n ¢nwmal…an tÁj kathgor…aj
.
8. Skšyasqe d
'
¨n Øm‹n e„kÒj ti pr©gma dÒxw p£scein
.
E„mˆ
mn g¦r Ð kinduneÚwn ™gë nunˆ perˆ toà sèmatoj
,
tÁj d kathgor…aj t¾n ple…sthn pepo…htai
Filokr£touj kaˆ FrÚnwnoj kaˆ tîn ¥llwn sumpršsbewn
,
kaˆ Fil…ppou kaˆ tÁj e„r»nhj kaˆ
tîn EÙboÚlou politeum£twn
,
™n ¤pasi d toÚtoij ™gë tštagmai
.
MÒnoj d
'
™n tù lÒgJ
fa…netai khdemën tÁj pÒlewj Dhmosqšnhj
,
oƒ d
'
¥lloi prodÒtai
·
diatetšleke g¦r e„j ¹m©j
Øbr…zwn
,
kaˆ loidor…aj yeude‹j oÙk ™moˆ mÒnon loidoroÚmenoj
,
¢ll¦ kaˆ to‹j ¥lloij
.
ΑΙΣΧΙΝΟΥ, Περί τῆς παραπρεσβείας 7 - 8
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
δέοµαι:
(+γεν. πραγµ.) έχω ανάγκη, έχω έλλειψη
από κάτι, χρειάζοµαι / (+γεν. προσ.) παρακαλώ
κάποιον, ικετεύω/ (+αιτ.) παρακαλώ / (+γεν. +αιτ.)
ζητώ από κάποιον κάτι / (+γεν. + τελ. απαρεµφ.)
παρακαλώ κάποιον να
µιµνῄσκοµαι
: (+γεν.) θυµάµαι κάτι ή κάποιον /
(+κατηγ. µτχ. / +τελ. απαρεµφ. / +β΄ουσα προτ.)
ἐπερωτάω, -ῶ:
(+αιτ. / +αιτ. +αιτ.) συµβουλεύοµαι,
ερωτώ κάποιον (ή) για κάτι / (+πλάγια ερωτηµ.)
δηλόω, -ῶ:
(+αιτ. / +αιτ. +δοτ. / +δοτ. +β΄ουσα προτ. /
+κατηγ. µτχ.) φανερώνω, δηλώνω, αποδεικνύω,
διακηρύττω
ποθέω, -ῶ:
(+αιτ. / +τελ. απαρεµφ.) λαχταρώ, επιθυµώ
κάτι ή να
ἀκούω
: (+γεν. / +αιτ. / +γεν. +αιτ. / +γεν. +κατηγ. µτχ.)
ακούω (µε τα αυτιά µου, εγώ ο ίδιος) / (+αιτ. +κατηγ.
µτχ. / +ειδ. προτ. / +ειδ. απαρεµφ.)
προκαταγιγνώσκω
: (+γεν.) καταδικάζω κάποιον εκ
των προτέρων / (+ειδ. απαρεµφ. / +ειδ. προτ.)
καταδικάζω κάποιον και λέω ότι / (σπ. +αιτ.)
αποφασίζω κάτι εκ των προτέρων (εναντίον
κάποιου)
ἀπορέω, -ῶ:
(+αιτ. / +εµπροθ. / +πλάγια ερωτηµ. /
+τελ. απαρεµφ.) απορώ, είµαι σε αµηχανία, απορώ
και δεν γνωρίζω / (+γεν.) στερούµαι, έχω ανάγκη
σκοπέοµαι, -οῦµαι
: (+αιτ. / + β΄ουσα προτ. / +ειδ.
απαρεµφ. / +εµπροθ.) σκέπτοµαι, εξετάζω, προσέχω,
κρίνω
δοκέω, -ῶ:
(+ειδ. απαρεµφ.) µου φαίνεται, νοµίζω /
(+τελ. απαρεµφ.) µου φαίνεται καλό να, αποφασίζω
φαίνω:
(+αιτ.) φέρνω κάτι ή κάποιον στο φως / (+αιτ.
+δοτ.) παρουσιάζω σε κάποιον κάτι / (+2αιτ. Α + Κ)
αποδεικνύω κάποιον ως / Μ. (+ κατηγ. µτχ.) φαίνοµαι
ότι, αποδεικνύοµαι ότι / (+ειδ. - τελ. απαρεµφ.)
παρέχω την εντύπωση ότι / (+Κ) φαίνοµαι
διατελέω, -ῶ:
(+αιτ.) τελειώνω κάτι, κατορθώνω /
(απολ. / +κατηγ. µτχ.) διαρκώς / εξακολουθώ να
ὑβρίζω
: (+αιτ.) κακοµεταχειρίζοµαι, προσβάλλω /
(δικαν.) κακοποιώ, βιάζω, ατιµάζω κάποιον
λοιδορέω, -ῶ:
(+αιτ.) κακολογώ, επιπλήττω / Μ.
(+δοτ.) κακολογώ, κατηγορώ κάποιον




