ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
90
ΘΕΜΑ 30
Μή οὖν τοῦ ἀργυρίου διά τουτονί ἀποστερήσητέ µε
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ (ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ)
Π. 163
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ( ΓΕΝΙΚΗ)
Π. 164
ΚΕΙΜΕΝΟ
69.
T
Áj mn martur…aj ¢khkÒate
,
ð ¥ndrej
·
skope‹te d pÒtera Øm‹n doke‹ Dhmosqšnhj
™moà kathgorhkšnai
,
À toÙnant…on aÙtÕj aØtoà ™pˆ tù ™mù ÑnÒmati
.
'Epeid¾ d kaˆ t¾n
dhmhgor…an mou diab£llei
,
kaˆ toÝj e„rhmšnouj lÒgouj ™pˆ t¦ ce…rw diexšrcetai
,
oÜt
'
¨n
¢podra…hn
,
oÜt
'
¨n tîn tÒt
'
e„rhmšnwn oÙdn ¢rnhsa…mhn
,
oÜt
'
a„scÚnomai ™p
'
aÙto‹j
,
¢ll¦
kaˆ filotimoàmai
.
70.
BoÚlomai d
'
Øm©j kaˆ toÝj kairoÝj ØpomnÁsai
,
™n oŒj ™bouleÚesqe
.
T¾n mn g¦r ¢rc¾n ™poihs£meqa toà polšmou Øpr 'AmfipÒlewj
,
sunšbaine d
'
¹mîn tÕn
strathgÕn ™n tù polšmJ ˜bdom»konta mn kaˆ pšnte pÒleij summac…daj ¢pobeblhkšnai
,
§j
™kt»sato TimÒqeoj Ð KÒnwnoj kaˆ katšsthsen e„j tÕ sunšdrion
·
proÇrhmai g¦r
parrhsi£sasqai
,
kaˆ ™leuqšrwj ¤ma kaˆ t¢lhqÁ e„pën sózesqai
·
™¦n d ¥llwj pwj
gignèskhte
,
katacr»sasqš moi
·
oÙ g¦r ¨n Øposteila…mhn
.
ΑΙΣΧΙΝΟΥ, Περί τῆς παραπρεσβείας 69 - 70
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ἀκούω
: (+γεν. / +αιτ. / +γεν. +αιτ. / +γεν. +κατηγ. µτχ.)
ακούω (µε τα αυτιά µου, εγώ ο ίδιος) / (+αιτ. +κατηγ.
µτχ. / +ειδ. προτ. / +ειδ. απαρεµφ.)
σκοπέοµαι, -οῦµαι
: (+αιτ. / + β΄ουσα προτ. / +ειδ.
απαρεµφ. / +εµπροθ.) σκέπτοµαι, εξετάζω, προσέχω,
κρίνω
δοκέω, -ῶ:
(+ειδ. απαρεµφ.) µου φαίνεται, νοµίζω /
(+τελ. απαρεµφ.) µου φαίνεται καλό να, αποφασίζω
διαβάλλω
: (+αιτ.) διαβαίνω / διασύρω, κατηγορώ
κάποιον, ονειδίζω, εξαπατώ
διεξέρχοµαι
: (+αιτ. / +εµπροθ.) διαπερνώ και φεύγω
/ αφηγούµαι µε λεπτοµέρειες
ἀποδιδράσκω
: (απολ.) δραπετεύω, ξεφεύγω / (σπ.
+αιτ.) αποφεύγω κάποιον
ὁ καιρός:
το µέτρο, η αναλογία κάθε πράγµατος /
κατάλληλη στιγµή, ευκαιρία / κατάλληλο µέρος,
σηµείο /
καιρός ἐστι
: είναι (κατάλληλος) καιρός,
ευκαιρία
ὑποµιµνῄσκω
: (+αιτ. / +γεν.) υπενθυµίζω σε κάποιον /
µνηµονεύω, αναφέρω κάτι / (+αιτ. +αιτ.) θυµίζω σε
κάποιον κάτι
βουλεύω
: (+αιτ. / + β ΄ουσα προτ.) σκέπτοµαι, κρίνω,
σχεδιάζω / (+τελ. απαρεµφ.) αποφασίζω να / είµαι
βουλευτής / Μ. (+αιτ. / + β ΄ουσα προτ. / +τελ.
απαρεµφ.) κρίνω, αποφασίζω, συσκέπτοµαι
συµβαίνω
: (+δοτ. / +δοτ. +τελ. απαρεµφ. / +δοτ. +αιτ.)
συµφωνώ, έρχοµαι σε συµφωνία / (απρ.) συµβαίνει
να
ἀποβάλλω
: (+αιτ.) αποβάλλω, ρίχνω µακριά / εξάγω /
απορρίπτω / εγκαταλείπω / χάνω
προαιρέοµαι, -οῦµαι
: (+αιτ.) εκλέγω, προτιµώ /(+αιτ.
+γεν. συγκριτική) προτιµώ κάτι ή κάποιον από / (+τελ.
απαρεµφ.) προτιµώ να, έχω σκοπό, σκέπτοµαι να
παρρησιάζοµαι
: (+δοτ. +αιτ. / +εµπροθ.) µιλώ σε
κάποιον ελεύθερα, µε θάρρος
καταχρήοµαι, -ῶµαι:
(+δοτ.) κάνω κατάχρηση, κάνω
κακή χρήση / φθείρω, καταστρέφω / (σπ. +αιτ.)
σκοτώνω κάποιον
ὑποστέλλω
: (+αιτ.) κατεβάζω, συστέλλω / περιορίζω /
Μ. (+αιτ.) αποσύροµαι από κάτι / φοβούµαι /
αποκρύπτω, παραποιώ κάτι




