ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
88
ΘΕΜΑ 29
Ἐπειδάν τάχιστα οἱ παῖδες τά λεγόµενα συνιῶσιν, εὐθύς ἐπ' αὐτοῖς παιδαγωγούς ἐφιστᾶσιν
ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Π. 95 - 97
ΚΕΙΜΕΝΟ
38.
`W
j d
'
e„s»lqomen kaˆ ™kaqezÒmeqa
,
™x ¢rcÁj prÕj ›kaston tîn e„rhmšnwn ™nece…rei
ti lšgein Ð F…lippoj
,
ple…sthn d e„kÒtwj ™poi»sato diatrib¾n prÕj toÝj ™moÝj lÒgouj
·
‡swj
g¦r oÙdn tîn ™nÒntwn e„pe‹n
,
éj ge omai
,
paršlipon
·
kaˆ poll£kij mou toÜnoma ™n to‹j
lÒgoij çnom£zeto
·
prÕj d Dhmosqšnhn tÕn oÛtw katagel£stwj ¢pall£-xanta oÙd
'
Øpr
˜nÕj omai dielšcqh
.
Toàto d Ãn ¥ra ¢gcÒnh kaˆ lÚph toÚtJ
.
39. 'Epeid¾ d katšstreyen e„j
filanqrwp…an toÝj lÒgouj Ð F…lippoj
,
kaˆ tÕ sukof£nthma Ö proeir»kei kat
'
™moà prÕj
toÝj sumpršsbeij oátoj
,
æj ™somšnou polšmou kaˆ diafor©j a„t…ou
,
dišpipten aÙtù
,
™ntaàqa
½dh kaˆ pantelîj ™xist£menoj aØtoà katafan¾j Ãn
,
éste kaˆ klhqšntwn ¹mîn ™pˆ xšnia
deinîj ¢schmone‹n
.
ΑΙΣΧΙΝΟΥ, Περί τῆς παραπρεσβείας 38 - 39
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ἐγχειρέω, -ῶ:
(+δοτ.) επιχειρώ κάτι / επιτίθεµαι /
(+τελ. απαρεµφ.) επιχειρώ να
ἡ διατριβή
: σπατάλη χρόνου, αργοπορία / σοβαρή
ενασχόληση
ἔνειµι
: (+δοτ. / απολ.) ενυπάρχω, είµαι µέσα /
ἔνεστι
ή ἔνι
: (απρ.) είναι δυνατόν /
τά ἐνόντα:
όσα είναι
δυνατόν
ἀπαλλάττω
: (+αιτ. +γεν. / +αιτ. / +γεν.) απαλλάσσω,
ελευθερώνω κάποιον από, αποµακρύνω κάποιον,
αφήνω, αποσύρω κατηγορία / (απολ.) ξεφεύγω,
διαφεύγω / Μ. (+γεν. / απολ. / +εµπροθ.)
ελευθερώνοµαι, απαλλάσσοµαι, ξεφεύγω,
εγκαταλείπω, αφήνω
διαλέγοµαι:
(+δοτ. / +εµπροθ.) συνοµιλώ,
συσκέπτοµαι µε κάποιον
καταστρέφω
: (+αιτ.) στρέφω το πάνω κάτω,
ανατρέπω / επαναφέρω / φέρνω σε πέρας κάτι / Μ.
(+αιτ.) υποτάσσω κάποιον / Π. καταστρέφοµαι,
υποδουλώνοµαι
προλέγω
: (+αιτ.) προλέγω, διακηρύττω, δηλώνω,
προφητεύω / (+δοτ. +τελ. απαρεµφ.) διατάζω
κάποιον να / (+δοτ. +ειδ. απαρεµφ. ή ειδ. προτ.)
προειδοποιώ κάποιον ότι
διαπίπτω
: ξεγλιστρώ, διαφεύγω / αποτυγχάνω /
(+δοτ.) αποβαίνω άσχηµα για κάποιον
ἐξίστηµι:
(+αιτ.) µεταβάλλω, αλλάζω / εκπλήττω / (+αιτ.
+γεν.) διώχνω κάποιον ή κάτι (από) / Μ. (απολ.)
στέκοµαι µακριά, αποσύροµαι / γίνοµαι εκτός
εαυτού, παραφρονώ / µεταβάλλω τη γνώµη µου /
(+αιτ.) αποφεύγω / (+γεν.) αποµακρύνοµαι,
παραιτούµαι από / εγκαταλείπω, αφήνω
ὁ καταφανής, ές:
πασίδηλος / σαφής
τά ξένια (ενν. δῶρα)
: φιλικά δώρα, δώρα που
δίνονται στον φιλοξενούµενο
ἀσχηµονέω, -ῶ:
συµπεριφέροµαι άπρεπα




