ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
84
ΘΕΜΑ 27
Τούς νόµους χρή κυρίους εἶναι τῶν πολιτῶν
ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΙ (ΓΕΝΙΚΗ)
Π. 49
ΥΠΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Π. 88 - 92
ΚΕΙΜΕΝΟ
192.
E
â d
'
™p…stasqe
,
ka… moi sfÒdra tÕ mšllon ·hq»sesqai diamnhmoneÚete
,
e„ mn dèsei
tîn ™pithdeum£twn T…marcoj d…khn
,
¢rc¾n eÙkosm…aj ™n tÍ pÒlei kataskeu£sete
·
e„ d
'
¢pofeÚxetai
,
kre…ttwn Ãn Ð ¢gën m¾ gegenhmšnoj
.
Prˆn mn g¦r e„j kr…sin T…marcon
katastÁnai
,
fÒbon tisˆ pare‹cen Ð nÒmoj kaˆ tÕ tîn dikasthr…wn Ônoma
·
e„ d
'
Ð prwteÚwn
bdelur…v kaˆ gnwrimètatoj e„selqën perigen»setai
,
polloÝj ¡mart£nein ™pare‹
,
kaˆ
teleutîn oÙc Ð lÒgoj
,
¢ll
'
Ð kairÕj Øm©j ™xorgie‹
.
193.
M¾ oân e„j ¡qrÒouj
,
¢ll
'
e„j ›na
¢posk»yate
,
kaˆ t¾n paraskeu¾n kaˆ toÝj sunhgÒrouj aÙtîn parathre‹te
·
ïn oÙdenÕj ™gë
Ñnomastˆ mnhsq»somai
,
†na m¾ taÚthn ¢rc¾n toà lÒgou poi»swntai
,
æj oÙk ¨n parÁlqon
,
e„
m» tij aÙtîn Ñnomastˆ ™mn»sqh
.
'All
'
™ke‹no poi»sw
·
¢felën t¦ ÑnÒmata
,
diexiën d t¦
™pithdeÚmata
,
kaˆ t¦ sèmata aÙtîn gnèrima katast»sw
.
”Estai d
'
aÙtÕj ˜autù ›kastoj
a‡tioj
,
™¦n deàro ¢nabÍ kaˆ ¢naiscuntÍ
.
ΑΙΣΧΙΝΟΥ, Κατά Τιµάρχου 192 - 193
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
µέλλω
: (+τελ. απαρεµφ. / απολ.) σκοπεύω να, αναβάλλω
διαµνηµονεύω
: (απολ. / +γεν. / +αιτ.) ανακαλώ στη
µνήµη µου, θυµάµαι / αναφέρω
δίκην δίδωµί τινι
: τιµωρούµαι από κάποιον /
δίκην
λαµβάνω παρά τινος:
τιµωρώ κάποιον
τό ἐπιτήδευµα:
ασχολία, συνήθεια, άσκηση / επάγγελµα,
εργασία
ἡ εὐκοσµία
: καλή συµπεριφορά, καλή διαγωγή /
ευπρέπεια
ἀποφεύγω
: (+αιτ.) διαφεύγω από κάποιον/ (δικαν.)
αθωώνοµαι, απαλλάσσοµαι από
ὁ ἀγών:
ο δικαστικός αγώνας
ἡ κρίσις
: ο διαχωρισµός / επιλογή / κρίση, απόφαση /
δίκη / φιλονικία / αποτέλεσµα
παρέχω:
(+αιτ. / +αιτ. +δοτ.) παρέχω (+2αιτ. Α + Κ / +αιτ.
+κατηγ. µτχ.) παρουσιάζω κάποιον ως ή να / Μ.
προσφέρω, παρέχω, παρουσιάζω / προτείνω κάποιον
ως, παρουσιάζω κάποιον ως
εἴσειµι
: εισέρχοµαι, εµφανίζοµαι, έρχοµαι στο νου
κάποιου / (δικαν.) προσέρχοµαι στη συνέλευση ή στο
δικαστήριο, παρουσιάζοµαι
περιγίγνοµαι
: (+γεν.) είµαι ανώτερος, υπερισχύω,
υπερέχω, επικρατώ / (απολ.) επιβιώνω, διασώζοµαι,
περισσεύω
ἁµαρτάνω
: (απολ. / +γεν. / εµπροθ.) αποτυγχάνω,
διαπράττω σφάλµα, βλάπτω, αδικώ
ἐπαίρω
: (+αιτ.) σηκώνω, παρακινώ κάποιον / (+τελ.
απαρεµφ.) παρακινώ, πείθω κάποιον να / Π. υψώνοµαι/
υπερηφανεύοµαι
ὁ ἁθρόος, α, ον (και ος, ον)
: συγκεντρωµένος /
πολυπληθής
ἀποσκήπτω
: (+εµπροθ.) πέφτω µε δύναµη πάνω σε /
(σπ. +αιτ.) ρίχνω, εξακοντίζω
µιµνῄσκοµαι
: (+γεν.) θυµάµαι κάτι ή κάποιον/ (+κατηγ.
µτχ. / +τελ. απαρεµφ. / +β΄ουσα προτ.)
παρέρχοµαι
: (απολ. / +αιτ. / +εµπροθ.) περνώ,
προσπερνώ, παραβλέπω / υπερτερώ, υπερβαίνω /
προχωρώ και φθάνω, ανεβαίνω στο βήµα,
παρουσιάζοµαι / παραβαίνω
διέξειµι
: (+αιτ. / +εµπροθ.) διαπερνώ και φεύγω /
αφηγούµαι µε λεπτοµέρειες
καθίστηµι
: (+αιτ.) τοποθετώ κάτι, εγκαθιστώ, ορίζω,
τακτοποιώ / (+2αιτ. Κ + Α) διορίζω κάποιον ως, κάνω
κάποιον / Μ. (+αιτ. / +2αιτ. Κ + Α) παρουσιάζοµαι,
διορίζοµαι / ρυθµίζω, εκλέγω κάποιον / ησυχάζω /
(+Κ /
+εµπροθ. ) γίνοµαι, έρχοµαι σε
ἀναισχυντέω, -ῶ:
συµπεριφέροµαι µε αναίδεια




