ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
82
ΘΕΜΑ 26
Τοῖς ἄλλοις, οἷς ἔχοµεν, οὐδέν τῶν ζῴων διαφέροµεν
ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ (ΕΛΞΗ ΑΝΑΦΟΡΙΚΟΥ)
Π. 98 / 105 - 106
ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
Π. 129 - 132
ΚΕΙΜΕΝΟ
92.
C
r»sasqe d¾ parade…gmati tÍ boulÍ tÍ ™x 'Are…ou p£gou
,
tù ¢kribest£tJ sunedr…J
tîn ™n tÍ pÒlei
.
PolloÝj g¦r ½dh œgwge œnagcoj teqeèrhka ™n tù bouleuthr…J toÚtJ eâ
p£nu e„pÒntaj kaˆ m£rturaj porisamšnouj ¡lÒntaj
·
½dh dš tinaj kakîj p£nu dialecqšntaj
kaˆ pr©gma ¢m£rturon œcontaj oda nik»santaj
.
OÙ g¦r ™k toà lÒgou mÒnon oÙd
'
™k tîn
marturiîn
,
¢ll
'
™x ïn aÙtoˆ sun…sasi kaˆ ™xht£kasi
,
t¾n yÁfon fšrousi
.
Toig£rtoi
diatele‹ toàto tÕ sunšdrion eÙdokimoàn ™n tÍ pÒlei
.
TÕn aÙtÕn to…nun trÒpon
,
ð 'Aqhna‹oi
,
kaˆ Øme‹j t¾n kr…sin taÚthn poi»sasqe
.
93. Kaˆ prîton mn mhdn Øm‹n œstw pistÒteron ïn
aÙtoˆ sÚniste kaˆ pšpeisqe perˆ Tim£rcou toutou…
,
œpeita tÕ pr©gma qewre‹te m¾ ™k toà
parÒntoj
,
¢ll
'
™k toà parelhluqÒtoj crÒnou
.
Oƒ mn g¦r ™n tù parelhluqÒti crÒnJ lÒgoi
legÒmenoi perˆ Tim£rcou kaˆ tîn toÚtou ™pithdeum£twn di¦ t¾n ¢l»qeian ™lšgonto
,
oƒ d
'
™n
tÍde tÍ ¹mšrv ·hqhsÒmenoi di¦ t¾n kr…sin tÁj Ømetšraj ¢p£thj ›neka
.
'ApÒdote oân t¾n
yÁfon tù ple…oni crÒnJ kaˆ tÍ ¢lhqe…v kaˆ oŒj aÙtoˆ sÚniste
.
ΑΙΣΧΙΝΟΥ, Κατά Τιµάρχου 92 - 93
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
χρήοµαι, -ῶµαι:
(+δοτ. προσ.) συµπεριφέροµαι /
(+δοτ. πραγµ.) χρησιµοποιώ / (+δοτ. +αιτ. συστ. αντικ.)
/ (+2δοτ. Α + Κ) έχω, χρησιµοποιώ κάποιον ως
ὁ ἀκριβής, ές
: ακριβής, τέλειος/ αυστηρός / λιτός
ἔναγχος
: (επιρ.) πρόσφατα
θεωρέω, -ῶ:
(+αιτ. / +β΄ουσα προτ. / απολ.) βλέπω,
παρατηρώ / σκέπτοµαι, εξετάζω / είµαι θεωρός
(πρεσβευτής πόλεως σε µαντείο ή σε αγώνες)
πορίζω
: (+δοτ. +αιτ.) φέρνω, προµηθεύω, εφοδιάζω
κάποιον µε κάτι / Μ. (+αιτ.) προµηθεύοµαι, αποκτώ,
εξασφαλίζω
ἁλίσκοµαι
: Π. συλλαµβάνοµαι / κυριεύοµαι /
καταδικάζοµαι, κηρύσσοµαι ένοχος
διαλέγοµαι:
(+δοτ. / +εµπροθ.) συνοµιλώ,
συσκέπτοµαι µε κάποιον
οἶδα
: (+αιτ. / +πλάγια ερωτηµ. / +ειδ. προτ. / +αιτ.
+κατηγ. µτχ.) γνωρίζω
σύνοιδα
: (+δοτ. / +δοτ. +αιτ. / +κατηγ. µτχ.) γνωρίζω,
έχω τη συναίσθηση ότι
διατελέω, -ῶ:
(+αιτ.) τελειώνω κάτι, κατορθώνω /
(απολ. / +κατηγ. µτχ.) διαρκώς / εξακολουθώ να
ἡ κρίσις
: ο διαχωρισµός / επιλογή / κρίση, απόφαση /
δίκη / φιλονικία / αποτέλεσµα
παρέρχοµαι
: (απολ. / +αιτ. / +εµπροθ.) περνώ,
προσπερνώ, παραβλέπω / υπερτερώ, υπερβαίνω/
προχωρώ και φθάνω, ανεβαίνω στο βήµα,
παρουσιάζοµαι / παραβαίνω
τό ἐπιτήδευµα:
ασχολία, συνήθεια, άσκηση /
επάγγελµα, εργασία
ἀποδίδωµι
: (+δοτ. +αιτ. / +αιτ.) επιστρέφω, δίνω πίσω
σε κάποιον κάτι, ξεπληρώνω / παραχωρώ /
φανερώνω, αποδεικνύω / (+δοτ. +τελ. απαρεµφ. του
σκοπού) επιτρέπω σε κάποιον να / Μ. (+αιτ. / +αιτ.
+γεν. της αξίας) πουλώ




