ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
74
ΘΕΜΑ 22
Εἰµί ἐξ Ἀθηνῶν, πόλεως µεγίστης
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ (∆ΟΤΙΚΗ)
Π. 165
ΟΜΟΙΟΠΤΩΤΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΙ (ΠΑΡΑΘΕΣΗ)
Π. 45 - 46
ΚΕΙΜΕΝΟ
38.
'E
peid¾ d kaˆ ™gë toÝj taàta mhcanwmšnouj e„s£gwn e„j tÕ dikast»rion eŒlon ¤-
pantaj
,
kaˆ ™tim»qh aÙto‹j ïn Øme‹j ™p…stasqe
,
kaˆ oátoi ïn ›neka ™l£mbanon cr»mata
oÙdn aÙto‹j oŒo… te Ãsan çfelÁsai
,
tÒte d¾ prosiÒntej aÙtù t
'
™moˆ kaˆ to‹j f…loij ™dš-
onto diallagÁnai
,
kaˆ d…khn ›toimoi Ãsan didÒnai tîn ¹marthmšnwn
.
39.
Kaˆ ™gë peisqeˆj
ØpÕ tîn f…lwn dihll£ghn toÚtoij ™n Dipol…oij ™nant…on martÚrwn
,
o†per di»llatton ¹m©j
prÕj tù neù tÁj 'Aqhn©j
·
kaˆ met¦ toàto sunÁs£n moi kaˆ dielšgonto ™n to‹j ƒero‹j
,
™n tÍ
¢gor´
,
™n tÍ ™mÍ o„k…v
,
™n tÍ sfetšrv aÙtîn kaˆ ˜tšrwqi pantacoà
.
40. TÕ teleuta‹on
,
ð Zeà
kaˆ qeoˆ p£ntej
,
Filokr£thj aÙtÕj oØtosˆ ™n tù bouleuthr…J ™nant…on tÁj boulÁj
,
˜stëj
met
'
™moà ™pˆ toà b»matoj
,
¡ptÒmenoj ™moà dielšgeto
,
ÑnÒmati oátoj ™m prosagoreÚwn
,
kaˆ
™gë toàton
,
éste deinÕn dÒxai enai tÍ boulÍ
,
™peid¾ ™pÚqeto proeirhmšnon moi e‡rgesqai
tîn nom…mwn ØpÕ toÚtwn oÞj ˜èrwn moi tÍ protera…v sunÒntaj kaˆ dialegomšnouj
.
ΑΝΤΙΦΩΝΤΟΣ, Περί τοῦ χορευτοῦ 38 - 40
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
µηχανάοµαι, -ῶµαι:
(+αιτ. / +αιτ. +δοτ. ή εµπροθ. /
+πλάγια ερωτηµ. / +τελ. απαρεµφ.) κατασκευάζω /
επινοώ, σχεδιάζω κάτι (εναντίον κάποιου) /
µηχανεύοµαι πώς
αἱρέω, -ῶ:
(+αιτ.) συλλαµβάνω κάποιον / κυριεύω κάτι /
αποδεικνύω κάποιον ένοχο, πετυχαίνω την καταδίκη του
/
αἱρῶ δίκην:
κερδίζω τη δίκη
τιµάω, -ῶ:
(+αιτ.) τιµώ, εκτιµώ, σέβοµαι κάποιον / (δικαν.)
(+γεν. της αξίας) ορίζω την τιµή κάποιου πράγµατος /
(+δοτ. +γεν. της ποινής) ορίζω για κάποιον ως ποινή / Μ.
(+αιτ.) εκτιµώ κάποιον ή κάτι / (δικαν.) ορίζω ο ίδιος ως
ποινή µου / (+δοτ. +γεν. της ποινής) προτείνω (ως
κατήγορος) για κάποιον ως ποινή
οἷός τ' εἰµί:
(+τελ. απαρεµφ.) είµαι ικανός να, µπορώ
πρόσειµι
: (+δοτ. / σπ. +αιτ.) πλησιάζω κάποιον,
παρουσιάζοµαι, επισκέπτοµαι /
τά προσιόντα:
τα έσοδα,
τα εισοδήµατα
δέοµαι:
(+γεν. πραγµ.) έχω ανάγκη, έχω έλλειψη από
κάτι, χρειάζοµαι / (+γεν. προσ.) παρακαλώ κάποιον,
ικετεύω / (+αιτ.) παρακαλώ / (+γεν. +αιτ.) ζητώ από
κάποιον κάτι / (+γεν. + τελ. απαρεµφ.) παρακαλώ
κάποιον να
διαλλάττω:
(+αιτ.) δίνω κάτι σε αντάλλαγµα, µεταβάλλω /
(+αιτ. +δοτ.) συµφιλιώνω κάποιον µε / Μ. (+δοτ.)
συµφιλιώνοµαι µε κάποιον
ἐναντίον
: (επιρ.) εναντίον ή ενώπιον κάποιου
σύνειµι
: (+δοτ.) είµαι µαζί µε κάποιον, συναναστρέφοµαι
/ συχνάζω /
οἱ συνόντες
: οι µαθητές, οι φίλοι
διαλέγοµαι:
(+δοτ. / +εµπροθ.) συνοµιλώ, συσκέπτοµαι
µε κάποιον
ἅπτοµαι
: (+γεν.) αγγίζω κάτι, κάποιον / ασχολούµαι µε
κάτι / βλάπτω, ενοχλώ
δοκέω, -ῶ:
(+ειδ. απαρεµφ.) µου φαίνεται, νοµίζω /
(+τελ. απαρεµφ.) µου φαίνεται καλό να, αποφασίζω
πυνθάνοµαι
: (+αιτ. / +αιτ. +γεν. / +αιτ. +κατηγ. µτχ. / +ειδ.
προτ. / +ειδ. απαρεµφ. / +πλάγια ερωτηµ.)
πληροφορούµαι, µαθαίνω
προαγορεύω
: (+αιτ. /+αιτ. +δοτ. /+ β΄ουσα προτ./ +ειδ.
απαρεµφ.) προλέγω, νουθετώ, διακηρύττω (σε κάποιον)
κάτι, ότι / (+δοτ. +τελ. απαρεµφ. / +τελ. απαρεµφ.)
παραγγέλλω, διατάζω κάποιον να
εἴργω
: (+αιτ. / +γεν. / +αιτ. +γεν. / +τελ. απαρεµφ.)
περιορίζω, αποκλείω, εµποδίζω κάποιον από ή να
ὁράω, -ῶ:
(+αιτ. / +πλάγια ερωτηµ. / +ειδ. προτ. / +αιτ.
+κατηγ. µτχ.) βλέπω




