ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
70
ΘΕΜΑ 20
Ὅτ' εὐτυχεῖς µάλιστα, µή µέγα φρόνει
ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Π. 95 - 97
ΚΕΙΜΕΝΟ
25.
T
¦ mn genÒmena taàt
'
™st…n
·
™k d toÚtwn ½dh skope‹te t¦ e„kÒta
.
Prîton mn g¦r
prˆn ¢n£gesqa… me e„j t¾n Anon
,
Óte Ãn ¢fan¾j Ð ¢n»r
,
oÙdeˆj Æti£satÒ me ¢nqrèpwn
,
½dh
pepusmšnwn toÚtwn t¾n ¢ggel…an
·
oÙ g¦r ¥n pote òcÒmhn plšwn
.
'All
'
e„j mn tÕ paracrÁma
kre‹sson Ãn tÕ ¢lhqj kaˆ tÕ gegenhmšnon tÁj toÚtwn a„ti£sewj
,
kaˆ ¤ma ™gë œti
™ped»moun
·
™peid¾ d ™gè te òcÒmhn plšwn kaˆ oátoi ™x ™piboulÁj sunšqesan taàta kaˆ
™mhcan»santo kat
'
™moà
,
tÒte Æti£santo
.
26. Lšgousi d æj ™n mn tÍ gÍ ¢pšqanen Ð ¢n»r
,
k¢gë l…qon aÙtù ™nšbalon e„j t¾n kefal»n
,
Öj oÙk ™xšbhn tÕ par£pan ™k toà plo…ou
.
Kaˆ
toàto mn ¢kribîj oátoi ‡sasin
·
Ópwj d
'
ºfan…sqh Ð ¢n»r
,
oÙdenˆ lÒgJ e„kÒti dÚnantai
¢pofa…nein
.
DÁlon g¦r Óti ™ggÚj pou toà limšnoj e„kÕj Ãn aÙtÕ g…gnesqai
,
toàto mn
meqÚontoj toà ¢ndrÒj
,
toàto d nÚktwr ™kb£ntoj ™k toà plo…ou
.
ΑΝΤΙΦΩΝΤΟΣ, Περί τοῦ Ἡρῴδου φόνου 25 - 26
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ἀνάγω
: (+αιτ. / +εµπροθ. / +αιτ. +εµπροθ.) οδηγώ
προς τα επάνω, οδηγώ προς το εσωτερικό της
χώρας, οδηγώ το πλοίο στα ανοικτά / παραπέµπω
κάποιον σε / Μ. ανοίγοµαι στα ανοικτά, αποπλέω
ὁ ἀφανής, ές:
αόρατος, αθέατος / µυστικός
αἰτιάοµαι, -ῶµαι:
(+αιτ. / +ειδ. προτ. / +ειδ. απαρεµφ.)
κατηγορώ κάποιον
πυνθάνοµαι
: (+αιτ. / +αιτ. +γεν. / +αιτ. +κατηγ. µτχ. /
+ειδ. προτ. / +ειδ. απαρεµφ. / +πλάγια ερωτηµ.)
πληροφορούµαι, µαθαίνω
οἴχοµαι
: (απολ. / +κατηγ. µτχ.) φεύγω
παραχρῆµα
: (επιρ.) αµέσως
ἡ αἰτίασις:
παράπονο, κατηγορία
ἐπιδηµέω, -ῶ:
ζω στην πατρίδα µου, µένω σε κάποιο
τόπο, επανέρχοµαι από τα ξένα
ἡ ἐπιβουλή
: επιβουλή, εχθρικό σχέδιο
συντίθηµι:
(+αιτ.) προσθέτω, συνάπτω / συνθέτω,
κατασκευάζω, δηµιουργώ / επινοώ Μ. (+αιτ. / +αιτ.
+δοτ.) σκέπτοµαι κάτι / συµφωνώ, συνάπτω µε
κάποιον κάτι / (+δοτ. +τελ. απαρεµφ.) συµφωνώ µε
κάποιον να
µηχανάοµαι, -ῶµαι:
(+αιτ. / +αιτ. +δοτ. ή εµπροθ. /
+πλάγια ερωτηµ. / +τελ. απαρεµφ.) κατασκευάζω /
επινοώ, σχεδιάζω κάτι (εναντίον κάποιου) /
µηχανεύοµαι πώς
ἀποφαίνω
: (+αιτ. / +αιτ. +δοτ.) παρουσιάζω, κάνω
γνωστό, αποδεικνύω σε κάποιον κάτι / (+2αιτ. Κ + Α)
αποδεικνύω κάποιον ως, κάνω κάποιον, διορίζω
κάποιον ως / (+αιτ. +κατηγ. µτχ.) αποδεικνύω κάποιον
να / (+ ειδ. απαρεµφ. / + β΄ ουσα προτ.) / Μ. (+αιτ.)
παρουσιάζω, προτείνω, επιδεικνύω
νύκτωρ
: (επιρ.) κατά τη διάρκεια της νύκτας




