ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
68
ΘΕΜΑ 19
Φίλος αὑτῷ πᾶς ἄνθρωπος φύσει ἐστίν
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΡΗΜΑΤΟΣ
Π. 23
ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΙ
(∆ΟΤΙΚΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ)
Π. 50
ΚΕΙΜΕΝΟ
10.
F
asˆ d aâ tÒ ge ¢pokte…nein mšga kakoÚrghma enai
,
kaˆ ™gë Ðmologî mšgistÒn ge
,
kaˆ tÕ ƒerosule‹n kaˆ tÕ prodidÒnai t¾n pÒlin
·
¢ll¦ cwrˆj perˆ aÙtîn ˜k£stou oƒ nÒmoi
ke‹ntai
.
'Emoˆ d prîton mšn
,
oá to‹j ¥lloij e‡rgesqai proagoreÚousi to‹j toà fÒnou
feÚgousi t¦j d…kaj
,
™ntauqo‹ pepoi»kasi t¾n kr…sin ™n tÍ ¢gor´
·
œpeita t…mhs…n moi
™po…hsan
,
¢ntapoqane‹n toà nÒmou keimšnou tÕn ¢pokte…nanta
,
oÙ toà ™moˆ sumfšrontoj
›neka
,
¢ll¦ toà sf…sin aÙto‹j lusiteloàntoj
,
kaˆ ™ntaàqa œlasson œneiman ¨n tù
teqnhkÒti tîn ™n tù nÒmJ keimšnwn
·
oá d
'
›neka
,
gnèsesqe pro
ϊ
Òntoj toà lÒgou
.
11. ”Epeita
d
,
Ö p£ntaj omai Øm©j ™p…stasqai
,
¤panta t¦ dikast»ria ™n Øpa…qrJ dik£zei t¦j d…kaj
toà fÒnou
,
oÙdenÕj ¥llou ›neka À †na toàto mn oƒ dikastaˆ m¾ ‡wsin e„j tÕ aÙtÕ to‹j m¾
kaqaro‹j t¦j ce‹raj
,
toàto d Ð dièkwn t¾n d…khn toà fÒnou †na m¾ ÐmwrÒfioj g…gnhtai tù
aÙqšntV
.
SÝ d toàto mn parelqën toàton tÕn nÒmon toÙnant…on to‹j ¥lloij pepo…hkaj.
ΑΝΤΙΦΩΝΤΟΣ, Περί τοῦ Ἡρῴδου φόνου 10 - 11
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ὁµολογέω, -ῶ:
(+δοτ.) συµφωνώ / (+δοτ.+αιτ.)
συµφωνώ µε κάποιον για κάτι / (+ειδ. προτ. / +ειδ.
απαρεµφ.) οµολογώ, παραδέχοµαι
εἴργω
: (+αιτ. / +γεν. / +αιτ. +γεν. / +τελ. απαρεµφ.)
περιορίζω, αποκλείω, εµποδίζω κάποιον από,
κάποιον να
προαγορεύω
: (+αιτ. / +αιτ. +δοτ. / + β΄ουσα προτ. /
+ειδ. απαρεµφ.) προλέγω, νουθετώ, διακηρύττω (σε
κάποιον) κάτι, ότι / (+δοτ. +τελ. απαρεµφ. / +τελ.
απαρεµφ.) παραγγέλλω, διατάζω κάποιον να
φεύγω
: τρέποµαι σε φυγή, εξορίζοµαι, κατηγορούµαι
/ (+αιτ.) αποφεύγω κάποιον
οἱ φεύγοντες:
οι εξόριστοι /
ὁ φεύγων
: ο
κατηγορούµενος
ἡ τίµησις:
εκτίµηση, σεβασµός / εκτίµηση περιουσίας
/ προσδιορισµός τιµωρίας
λυσιτελέω, -ῶ:
(+δοτ.) ωφελώ κάποιον / (απρ.)
ωφελεί να
νέµω:
(+αιτ. / +αιτ. +δοτ.) διανέµω, µοιράζω /
δαπανώ, δοικώ, κυβερνώ / οδηγώ στη βοσκή / (σπ.)
(+2αιτ. Α + Κ) θεωρώ κάποιον ως / Μ. (+αιτ.)
µοιράζοµαι, κατέχω, απολαµβάνω κάτι
ἐπίσταµαι
: (+αιτ. / +αιτ. +κατηγ. µτχ. / +β΄ουσα προτ. /
+τελ. απαρεµφ.) γνωρίζω
διώκω
: (+αιτ.) καταδιώκω κάποιον / (δικαν.)
καταγγέλλω κάποιον στο δικαστήριο, είµαι ο
κατήγορος
ὁ ὁµωρόφιος, ον:
συγκάτοικος, αυτός που βρίσκεται
κάτω από την ίδια στέγη
ὁ αὐθέντης:
ο αυτόχειρας, ο δράστης / ο απόλυτος
κύριος
παρέρχοµαι
: (απολ. / +αιτ. / +εµπροθ.) περνώ,
προσπερνώ, παραβλέπω / υπερτερώ, υπερβαίνω /
προχωρώ και φθάνω, ανεβαίνω στο βήµα,
παρουσιάζοµαι / παραβαίνω




