Background Image
Table of Contents Table of Contents
Previous Page  43 / 112 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 43 / 112 Next Page
Page Background

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

64

ΘΕΜΑ 17

Ἀµφότερα δ' ἦν αὐτούς τά πείθοντα, κέρδος καί δέος.

ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ

Π. 120 - 121

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΡΗΜΑΤΟΣ

Π. 23

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΟΧΗΣ

Π. 117.2

ΚΕΙΜΕΝΟ

2.

“O

te g¦r qeÕj boulÒmenoj poiÁsai tÕ ¢nqrèpinon fàlon toÝj prîton genomšnouj

œfusen ¹mîn

,

trofšaj te paršdwke t¾n gÁn kaˆ t¾n q£lassan

,

†na m¾ sp£nei tîn

¢nagka…wn proapoqnÇskoimen tÁj ghraioà teleutÁj

.

“Ostij oân

,

toÚtwn ØpÕ toà qeoà

¢xiwqšntoj toà b…ou ¹mîn

,

¢nÒmwj tin¦ ¢pokte…nei

,

¢sebe‹ mn perˆ toÝj qeoÚj

,

sugce‹ d t¦

nÒmima tîn ¢nqrèpwn

.

3.

“O te g¦r ¢poqanèn

,

sterÒmenoj ïn Ð qeÕj œdwken aÙtù

,

e„kÒtwj

qeoà timwr…an Øpole…pei t¾n tîn ¢lithr…wn dusmšneian

,

¿n oƒ par¦ tÕ d…kaion kr…nontej À

marturoàntej

,

sunaseboàntej tù taàta drînti

,

oÙ prosÁkon m…asma e„j toÝj „d…ouj o‡kouj

e„s£gontai.

ΑΝΤΙΦΩΝΤΟΣ, Τετραλογία Γ α 2 - 3

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

παραδίδωµι

: (+αιτ. +δοτ.) παραδίδω, µεταδίδω,

εµπιστεύοµαι, παραχωρώ σε κάποιον κάτι / (+δοτ.

+τελ. απαρεµφ. του σκοπού) δίνω σε κάποιον τη

δυνατότητα να, επιτρέπω σε κάποιον να / (απολ.)

επιτρέπω

προαποθνῄσκω:

πεθαίνω πιο µπροστά / (+γεν.)

πεθαίνω πριν (από)

ἡ σπάνις

: έλλειψη

ἀξιόω, -ῶ:

(+αιτ. / +αιτ. +γεν. της αξίας) θεωρώ

κάποιον άξιο (για) / (αµτβ. /+τελ. απαρεµφ.) αξιώνω,

θεωρώ δίκαιο να, έχω την αξίωση να / Π. (απολ.) µε

εκτιµούν / (+τελ. απαρεµφ. / +γεν. της αξίας)

θεωρούµαι άξιος να / θεωρούµαι

συγχέω

: (+αιτ.) ανακατώνω, αναταράσσω,

παραβιάζω, καταπατώ κάτι

στερέω, -ῶ:

(+αιτ. +γεν. / +αιτ.) στερώ κάποιον από

κάτι, αρπάζω, αφαιρώ, / Μ. (+γεν.) στερούµαι από

κάτι

ὑπολείπω

: (+αιτ. / +αιτ. +δοτ.) αφήνω πίσω, αφήνω σε

κάποιον κάτι / δεν επαρκώ για κάποιον / Μ. (+αιτ.)

αφήνω πίσω / Π. (+γεν.) αφήνοµαι, µένω πίσω, µένω

υπόλοιπος, υστερώ

ὁ ἀλιτήριος, ον:

αµαρτωλός, ένοχος / εκδικητής, το

εκδικούµενο πνεύµα

µαρτυρέω, -ῶ:

(+δοτ.) δίνω µαρτυρία για κάποιον /

(+αιτ.) επιβεβαιώνω κάτι (ως µάρτυρας) / (+ειδ.

απαρεµφ. ή ειδ. προτ. + δοτ.) µαρτυρώ για κάποιον ή

κάτι (ότι)

συνασεβέω, -ῶ:

(+δοτ.) ασεβώ µαζί µε κάποιον

προσήκω

: έχω έλθει σε κάποιο τόπο, είµαι

πρόχειρος / (+δοτ.) ανήκω σε κάποιον, έχω σχέση

µε κάποιον /συγγενεύω / (απρ.) αρµόζει, ταιριάζει /

προσήκει µοί τινος (αντικ.)

έχω σχέση µε κάτι

εἰσάγω

: (+αιτ. / +αιτ. +δοτ.) οδηγώ µέσα σε κάποιον

κάτι, συγκαταλέγω, φέρνω, παρουσιάζω, / (δικαν.)

εισάγω υπόθεση στο δικαστήριο /

εἰσάγω γραφήν ή

δίκην:

καταγγέλλω / Μ. (+αιτ.)