ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
62
ΘΕΜΑ 16
Ὀλίγους τιµωρησάµενοι πολλούς ποιήσετε κοσµιωτέρους
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ (ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ)
Π. 127
ΚΕΙΜΕΝΟ
11.
'E
k d tÁj aÙtîn tîn ¢pologoumšnwn ¢polog…aj metÒcou toà meirak…ou toà fÒnou
Ôntoj
,
oÙk ¨n dika…wj oÙd Ðs…wj ¢polÚoite aÙtÒn
.
OÜte g¦r ¹me‹j
,
oƒ di¦ t¾n toÚtwn
¡mart…an diafqaršntej
,
aÙqšntai katagnwsqšntej Ósia ¢ll
'
¢nÒsi
'
¨n p£qoimen Øf
'
Ømîn
·
oÜq
'
oƒ qanatèsantej ¹m©j m¾ e„rgÒmenoi tîn oÙ proshkÒntwn eÙsebo‹nt
'
¨n ØpÕ tîn
¢polus£ntwn toÝj ¢nos…ouj
.
P£shj d
'
Øpr p£ntwn tÁj khl‹doj e„j Øm©j ¢naferomšnhj
,
poll¾ eÙl£beia Øm‹n toÚtwn poihtša ™st…
·
katalabÒntej mn g¦r aÙtÕn kaˆ e‡rxantej ïn Ð
nÒmoj e‡rgei kaqaroˆ tîn ™gklhm£twn œsesqe
,
¢polÚsantej d Øpa…tioi kaq…stasqe
.
12.
TÁj
oân Ømetšraj eÙsebe…aj ›neka kaˆ tîn nÒmwn ¢p£gontej timwre‹sqe aÙtÒn
,
kaˆ
aÙto… te m¾
metal£bhte tÁj toÚtou miar…aj
,
¹m‹n te to‹j goneàsin
,
o‰ zîntej katorwrÚgmeqa Øp
'
aÙtoà
,
dÒxV goàn ™lafrotšran t¾n sumfor¦n katast»sate
.
ΑΝΤΙΦΩΝΤΟΣ, Τετραλογία Β γ 11 -12
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ὁ µέτοχος, ον:
αυτός που συµµετέχει σε κάτι /
συνεργός
τό µειράκιον
: ο νέος
ἀπολύω:
(+αιτ. / +αιτ. +γεν.) απελευθερώνω κάποιον
από κάτι, αφήνω κάποιον/ Μ. (+αιτ.) αφήνω κάποιον
/αναιρώ, ανασκευάζω / (+γεν. +αιτ.) απαλλάσσω
κάποιον από, απελευθερώνω / (δικαν.) αθωώνω
κάποιον / Π. απαλλάσσοµαι, αθωώνοµαι /
αποχωρίζοµαι
ἡ ἁµαρτία:
αποτυχία, σφάλµα
ὁ αὐθέντης:
ο αυτόχειρας, ο δράστης / ο απόλυτος
κύριος
καταγιγνώσκω:
(+γεν. / +τελ. απαρεµφ. ) καταδικάζω
κάποιον (να) / (+γεν. +ειδ. απαρεµφ. κατηγορώ
κάποιον ότι / (+αιτ.) διακρίνω, παρατηρώ κάτι
εἴργω
: (+αιτ. / +γεν. / +αιτ. +γεν. / +τελ. απαρεµφ.)
περιορίζω, αποκλείω, εµποδίζω κάποιον από,
κάποιον να
ἀναφέρω
: (+αιτ. / +αιτ. +εµπροθ. / +εµπροθ.)
ανεβάζω κάτι, µεταφέρω πάνω / σηκώνω /
ανορθώνω / υποµένω / αναγγέλλω, αναφέρω κάτι
(σε κάποιον) / αποδίδω κάτι (σε) / προσφέρω /
επαναφέρω (από την εξορία) / εξετάζω / (απολ.)
οδηγώ προς τα πάνω / αναλαµβάνω, συνέρχοµαι /
Μ. (+αιτ.) µεταφέρω πάνω κάτι δικό µου / καταθέτω
πάνω (π.χ. στην Ακρόπολη)
ἡ εὐλάβεια:
σύνεση, επιφυλακτικότητα, προσοχή /
ευσέβεια
καθίστηµι
: (+αιτ.) τοποθετώ κάτι, εγκαθιστώ, ορίζω,
τακτοποιώ / (+2αιτ. Κ + Α) διορίζω κάποιον ως, κάνω
κάποιον / Μ. (+αιτ. / +2αιτ. Κ + Α) παρουσιάζοµαι,
διορίζοµαι / ρυθµίζω, εκλέγω κάποιον /ησυχάζω / (+Κ
/ +εµπροθ. ) γίνοµαι, έρχοµαι σε
ἀπάγω
: (+αιτ.) αποµακρύνω, µετακινώ, επιστρέφω /
(δικαν.) (+αιτ. +γεν. της αιτίας) σύρω κάποιον στο
δικαστήριο, κατηγορώ, οδηγώ στη φυλακή
µεταλαµβάνω
: (+γεν.) λαµβάνω ένα µέρος από κάτι,
συµµετέχω / (+αιτ.) παίρνω κάτι, δέχοµαι κάποιον
κατορύττω
: (+αιτ.) θάβω, καλύπτω, κρύβω κάποιον ή
κάτι




