Background Image
Table of Contents Table of Contents
Previous Page  87 / 112 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 87 / 112 Next Page
Page Background

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

108

ΘΕΜΑ 39

Οἱ πολῖται οἴονται τά ξύλινα τείχη σωτηρίαν εἶναι τῇ πόλει

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ (ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ)

Π. 163

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟΥ

Π. 115 - 116

ΚΕΙΜΕΝΟ

176.

`O

mn to…nun nomoqšthj tÕn ¢str£teuton kaˆ tÕn deilÕn kaˆ tÕn lipÒnta t¾n t£xin

œxw tîn perirranthr…wn tÁj ¢gor©j ™xe…rgei

,

kaˆ oÙk ™´ stefanoàsqai

,

oÙd

'

e„sišnai e„j t¦

ƒer¦ t¦ dhmotelÁ

·

sÝ d tÕn ¢stef£nwton ™k tîn nÒmwn keleÚeij ¹m©j stefanoàn

,

kaˆ tù

sautoà yhf…smati tÕn oÙ pros»konta e„skale‹j to‹j tragJdo‹j e„j t¾n Ñrc»stran

,

e„j tÕ

ƒerÕn toà DionÚsou tÕn t¦ ƒer¦ deil…v prodedwkÒta

.

“Ina d m¾ ¢poplanî Øm©j ¢pÕ tÁj

Øpoqšsewj

,

™ke‹no mšmnhsqe

,

Ótan fÍ dhmotikÕj enai

·

qewre‹t

'

aÙtoà m¾ tÕn lÒgon

,

¢ll¦ tÕn

b…on

,

kaˆ skope‹te m¾ t…j fhsin enai

,

¢ll¦ t…j ™stin

.

ΑΙΣΧΙΝΟΥ, Κατά Κτησιφῶντος 176

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

ὁ ἀστράτευτος , ον:

αυτός που δεν έχει υπηρετήσει

ως στρατιώτης

τό περιρραντήριον:

δοχείο κατάλληλο για ραντισµό /

περιρραντήρια ἀγορᾶς:

τα µέρη της αγοράς που

ραντίζονται µε αγιασµό

εἴργω

: (+αιτ. / +γεν. / +αιτ. +γεν. / +τελ. απαρεµφ.)

περιορίζω, αποκλείω, εµποδίζω κάποιον από,

κάποιον να / (+αιτ.) αναγκάζω κάποιον

ἐάω, -ῶ:

(+αιτ. +τελ. απαρεµφ.) αφήνω κάποιον να

στεφανόω, -ῶ:

(+αιτ.) στεφανώνω, τιµώ

εἴσειµι

: εισέρχοµαι, εµφανίζοµαι, έρχοµαι στο νου

κάποιου / (δικαν.) προσέρχοµαι στη συνέλευση ή

στο δικαστήριο, παρουσιάζοµαι

ὁ δηµοτελής, ές:

δηµόσιος

κελεύω

: (+αιτ. +τελ. απαρεµφ.) διατάζω, προτρέπω

κάποιον να

προσήκω

: έχω έλθει σε κάποιο τόπο, είµαι

πρόχειρος / (+δοτ.) ανήκω σε κάποιον, έχω σχέση

µε κάποιον, συγγενεύω / (απρ.) αρµόζει, ταιριάζει /

προσήκει µοί τινος

(αντικ.) έχω σχέση µε κάτι

εἰσκαλέω, -ῶ:

(+αιτ.) καλώ (µέσα) κάποιον

προδίδωµι

: (+αιτ. +δοτ. / +αιτ. / απολ.) προπληρώνω /

παραδίδω / προδίδω, εγκαταλείπω / φανερώνω

ἀποπλανάω, -ῶ:

(+αιτ.) οδηγώ έξω από το δρόµο,

εκτρέπω / αποπλανώ / Π. παρασύροµαι, εκτρέποµαι

θεωρέω, -ῶ:

(+αιτ. / + β΄ουσα προτ. / απολ.) βλέπω,

παρατηρώ / σκέπτοµαι, εξετάζω / είµαι θεωρός

(πρεσβευτής πόλεως σε µαντείο ή σε αγώνες)

σκοπέω ή σκοπέοµαι, -οῦµαι

: (+αιτ. / + β΄ουσα προτ. /

+ειδ. απαρεµφ. / +εµπροθ.) σκέπτοµαι, εξετάζω,

προσέχω, κρίνω