ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
114
ΘΕΜΑ 42
Πειράσοµαι µαθεῖν εἰ ἀληθές ἐστιν ὅ λέγεις ἤ µή
ΠΛΑΓΙΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ
Π. 84 - 85
ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Π. 98 - 108
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ (ΧΡΟΝΙΚΗ)
Π. 122
ΚΕΙΜΕΝΟ
225.
”E
peita ™perwt©n me
,
æj ™gë punq£nomai
,
mšllei t…j ¨n e‡h toioàtoj „atrÒj
,
Óstij tù
nosoànti metaxÝ mn ¢sqenoànti mhdn sumbouleÚoi
,
teleut»santoj d ™lqën e„j t¦ œnata
diex…oi prÕj toÝj o„ke…ouj
,
§ ™pithdeÚsaj Øgi¾j ¨n ™gšneto
.
226. SautÕn d
'
oÙk ¢nterwt´j t…j
¨n e‡h dhmagwgÕj toioàtoj Óstij tÕn mn dÁmon qwpeàsai dÚnaito
,
toÝj d kairoÚj
,
™n oŒj Ãn
sózesqai t¾n pÒlin
,
¢podo‹to
,
toÝj d
'
eâ fronoàntaj kwlÚoi diab£llwn sumbouleÚein
,
¢podr¦j d
'
™k tîn kindÚnwn kaˆ t¾n pÒlin ¢nhkšstoij sumfora‹j peribalën ¢xio…h
stefanoàsqai ™p
'
¢retÍ
,
¢gaqÕn mn pepoihkëj mhdšn
,
p£ntwn d tîn kakîn a‡tioj gegonèj
,
™perwtóh d toÝj sukofanthqšntaj ™k tÁj polite…aj ™p
'
™ke…nwn tîn kairîn Ót
'
™nÁn
sózesqai
,
di¦ t… aÙtÕn oÙk ™kèlusan ™xamart£nein
.
ΑΙΣΧΙΝΟΥ, Κατά Κτησιφῶντος 225 - 226
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ἐπερωτάω, -ῶ:
(+αιτ. / +αιτ. +αιτ.) συµβουλεύοµαι,
ερωτώ κάποιον (ή) για κάτι / (+πλάγια ερωτηµ.)
πυνθάνοµαι
: (+αιτ. / +αιτ. +γεν. / +αιτ. +κατηγ. µτχ. /
+ειδ. προτ. / +ειδ. απαρεµφ. / +πλάγια ερωτηµ.)
πληροφορούµαι, µαθαίνω
µέλλω
: (+τελ. απαρεµφ. / απολ.) σκοπεύω να,
αναβάλλω
συµβουλεύω
: (+αιτ. +δοτ. / +δοτ. +τελ. απαρεµφ. /
+τελ. απαρεµφ. / απολ.) συµβουλεύω κάποιον για κάτι
ή να / Μ. (+δοτ.) συµβουλεύοµαι κάποιον / συζητώ
τά ἔνατα (ενν. ἱερά):
θυσίες που προσφέρονται
προς τιµήν του νεκρού εννέα ηµέρες µετά την ταφή
διέξειµι
: (+αιτ. / +εµπροθ.) διαπερνώ και φεύγω /
αφηγούµαι µε λεπτοµέρειες
ἐπιτηδεύω
: (+αιτ.) ασχολούµαι µε κάτι, εξασκώ κάτι /
(+τελ. απαρεµφ.) φροντίζω να κάνω κάτι, συνηθίζω
να / Μ. γίνοµαι τέτοιος µε προσπάθειες, εξάσκηση
θωπεύω
: (+αιτ.) κολακεύω, περιποιούµαι κάποιον /
χαϊδεύω
ὁ καιρός:
το µέτρο, η αναλογία κάθε πράγµατος /
κατάλληλη στιγµή, ευκαιρία / κατάλληλο µέρος,
σηµείο /
καιρός ἐστι
: είναι (κατάλληλος) καιρός,
ευκαιρία
ἀποδίδωµι
: (+δοτ. +αιτ. / +αιτ.) επιστρέφω, δίνω πίσω
σε κάποιον κάτι, ξεπληρώνω / παραχωρώ /
φανερώνω, αποδεικνύω / (+δοτ. +τελ. απαρεµφ. του
σκοπού) επιτρέπω σε κάποιον να / Μ. (+αιτ. / +αιτ.
+γεν. της αξίας) πουλώ
κωλύω
(+αιτ. / +αιτ. + γεν. / +αιτ. +τελ. απαρεµφ.)
εµποδίζω κάποιον από ή να
διαβάλλω
: (+αιτ.) διαβαίνω / διασύρω, κατηγορώ
κάποιον, ονειδίζω, εξαπατώ
ἀποδιδράσκω
: (απολ.) δραπετεύω, ξεφεύγω /(σπ.
+αιτ.) αποφεύγω κάποιον
ὁ ἀνήκεστος, ον:
αθεράπευτος / θανατηφόρος
≠
ἀκεστός, όν
περιβάλλω
: (+αιτ.) ρίχνω ολόγυρα ή πάνω /
περικυκλώνω / αγκαλιάζω / (σπ. +αιτ. +δοτ.)
περιβάλλω κάποιον ή κάτι µε / Μ. (+αιτ.) ντύνοµαι /
(+αιτ. +δοτ.) περιβάλλω, περικλείω κάποιον ή κάτι µε /
(+αιτ.) προσπαθώ να κερδίσω κάτι
ἀξιόω, -ῶ:
(+αιτ. / +αιτ. +γεν. της αξίας) θεωρώ
κάποιον άξιο (για) / (+τελ. απαρεµφ.) αξιώνω, θεωρώ
δίκαιο να, έχω την αξίωση να
ἡ πολιτεία
: τα πολιτικά δικαιώµατα / ο τρόπος
καθηµερινής ζωής του πολίτη / το πολίτευµα, το
πολιτικό σύστηµα / πολιτεία, δηµοκρατία
ἔνειµι
: (+δοτ. / απολ.) ενυπάρχω, είµαι µέσα /
ἔνεστι
ή ἔνι
: (απρ.) είναι δυνατόν /
τά ἐνόντα:
όσα είναι
δυνατόν
ἐξαµαρτάνω
: (+αιτ. / +εµπροθ. / +κατηγ. µτχ.)
αποτυγχάνω, σφάλλω




