ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
120
ΘΕΜΑ 45
Τοῦ ὅλου µή καλῶς ἔχοντος ἀδύνατόν ἐστι τό µέρος εὖ ἔχειν
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΟΧΗΣ
Π. 117.2
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
Π. 31 - 32
ΚΕΙΜΕΝΟ
13.
K
aˆ ›teroi mšn
,
æj œoike
,
toÝj ˜autîn pa‹daj
,
toÝj À ™n Boiwt…v genhqšntaj À ™n
A„twl…v
,
prÕj Øm©j pšmpousi tÁj aÙtÒqi paide…aj meqšxontaj
·
oŒj d taàta par¦ tÁj
fÚsewj ØpÁrxen
,
oÙ dhmopoi»tou patrÕj oâsin oÙd
'
™p
'
a„t…aij a„scra‹j ˜alwkÒtoj
,
feÚgousin œti n»pioi
,
kaˆ tršfontai pšnhtej ™n ™rhm…v te kaˆ fugÍ patróv
.
14. Kaˆ perˆ mn
tîn LukoÚrgou pa…dwn Dhmosqšnhj Øm‹n ™pistšllei
,
kaˆ de‹tai kalîj poiîn car…sasqai tÕ
patrùon aÙto‹j Ôflhma
,
kaˆ Øme‹j oÙdn ¥ll
'
À 'Aqhna…wn œrgon
,
™le»santej aÙtoÝj kaˆ
caris£menoi
,
™poi»sate
·
kaˆ g¦r Ñrg…zesqai ·vd…wj Øm‹n œqoj ™stˆn kaˆ car…zesqai p£lin
·
15. ™gë d Øpr tîn ™mautoà pa…dwn oÙk ¨n Øm©j pe…saimi deÒmenoj æj m» moi ™n Ñrfan…v
trafîsin; Eta teleut»santoj ¨n
¢namnhsqe‹tš mou
,
kaˆ car…saisqe t¦j de»seij
,
nàn oÙ
prosšcontej ¹m‹n;
ΑΙΣΧΙΝΟΥ Ἐπιστολαί 12, 13 - 15
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
µετέχω
: (+ γεν.) συµµετέχω σε κάτι / (+γεν. +δοτ.)
έχω µερίδιο σε κάτι από κοινού µε κάποιον / (+αιτ.)
έχω µερίδιο από κάτι
ὑπάρχω
: (+γεν.) κάνω αρχή σε κάτι / (απολ.) υπάρχω
σε κάποιον / παρουσιάζοµαι / (+κατηγ. µτχ.) αρχίζω
να / (+Κ) είµαι ανέκαθεν / (απρ.) υπάρχει η
δυνατότητα, επιτρέπεται
ὁ δηµοποίητος, ον:
αυτός που δεν είναι εκ γενετής
πολίτης, αλλά έγινε
ἡ αἰτία
: αιτία, αφορµή / κατηγορία
ἁλίσκοµαι
: Π. συλλαµβάνοµαι / κυριεύοµαι /
καταδικάζοµαι, κηρύσσοµαι ένοχος
φεύγω
: τρέποµαι σε φυγή, εξορίζοµαι, κατηγορούµαι
/ (+αιτ.) αποφεύγω κάποιον
ἡ φυγή
: φυγή, εξορία
ἐπιστέλλω
: (απολ. / +αιτ. / +δοτ. /+αιτ. +δοτ. / +δοτ.
+τελ. απαρεµφ.) στέλνω µήνυµα ή επιστολή, στέλνω
σε κάποιον κάτι / διατάζω κάτι, παραγγέλλω σε
κάποιον, διατάζω κάποιον να
δέοµαι:
(+γεν. πραγµ.) έχω ανάγκη, έχω έλλειψη
από κάτι, χρειάζοµαι / (+γεν. προσ.) παρακαλώ
κάποιον, ικετεύω/ (+αιτ.) παρακαλώ / (+γεν. +αιτ.)
ζητώ από κάποιον κάτι / (+γεν. +τελ. απαρεµφ.)
παρακαλώ κάποιον να
χαρίζοµαι
: (+δοτ.) κάνω χάρη σε κάποιον, υποχωρώ,
ευνοώ, γίνοµαι αρεστός / (+αιτ.) κάνω χάρη, χαρίζω
τό ὄφληµα:
το χρέος, πρόστιµο / αποζηµίωση
πείθω
: (+αιτ. / +αιτ. προσ. +αιτ. πραγµ. / +αιτ. + τελ.
απαρεµφ.) πείθω κάποιον (να) / Μ. (+δοτ.) πείθοµαι
σε κάποιον, πιστεύω
ἀναµιµνῄσκω:
(+αιτ. +αιτ. / +αιτ. +τελ. απαρεµφ. / +αιτ.
/ +αιτ. +γεν.) θυµίζω σε κάποιον (να)/ θυµίζω,
αναφέρω κάτι / Μ. (+γεν. / σπ. +αιτ. / +ειδ. προτ. /
+κατηγ. µτχ.) θυµάµαι
προσέχω:
(+αιτ. / +αιτ. +δοτ. / +αιτ. +εµπροθ.)
προτείνω, προσφέρω, παρέχω κάτι (σε κάποιον) /
στρέφω κάτι σε (κυρίως,
τόν νοῦν
) / (+δοτ.) φέρνω
σε / αφοσιώνοµαι σε κάτι / (απολ.) αποβιβάζοµαι /
προσέχω / Μ. (+δοτ.) προσκολλώµαι σε κάτι /
εµπλέκοµαι




