Background Image
Table of Contents Table of Contents
Previous Page  101 / 112 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 101 / 112 Next Page
Page Background

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

122

ΘΕΜΑ 46

Τοῦτο δεῖ µαθεῖν, ὅτι ὅρκος ἐστί τό συνέχον τήν δηµοκρατίαν

ΕΙ∆ΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Π. 72 -73

ΑΝΑΡΘΡΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ

Π. 111

ΚΕΙΜΕΝΟ

26.

E

„ to…nun kaˆ toàto sugcwr»saimen

,

æj ™ke‹noj ™panorqîsai t¦j diaq»kaj ™boÚleto

,

p©si d»pou fanerÕn Øm‹n ™stin Óti oÙk Ñrqîj aÙt¦j œcein ¹ge‹to

.

Ka…toi skope‹te kaˆ

™nteàqen t¾n ¢naicunt…an aÙtîn

,

o†tinej taÚtaj t¦j diaq»kaj ¢xioàsin enai kur…aj

,

§j

Ðmologoàsi mhd aÙtÕn tÕn diaqšmenon taàta Ñrqîj œcein ¹ge‹sqai

,

kaˆ pe…qousin Øm©j

™nant…a kaˆ to‹j nÒmoij kaˆ tù dika…J kaˆ tÍ toà teteleuthkÒtoj gnèmV yhf…sasqai

.

27.”Eti

to…nun toÚtwn ¡p£ntwn ¢naidšstatoj tîn lÒgwn ™st…n

,

Ótan tolmîsi lšgein æj Kleènumoj

oÙdn ¹m©j tîn aØtoà labe‹n ™boÚleto

.

Ka…toi

,

ð ¥ndrej

,

t…naj ¨n ¥llouj taàta œcein

™boul»qh m©llon À toÚtouj

,

oÞj kaˆ zîn ™k tîn aØtoà ple‹sta tîn o„ke…wn çfšlei;

ΙΣΑΙΟΥ, Περί τοῦ Κλεωνύµου κλήρου 26 - 27

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

συγχωρέω, -ῶ:

(+δοτ. / +αιτ. / +δοτ. +αιτ.) συµβαδίζω

µε κάποιον, συµπορεύοµαι, παραχωρώ σε κάποιον

κάτι , υποχωρώ σε κάτι, παραδέχοµαι, συµφωνώ µε

κάποιον σε κάτι / (+δοτ. +τελ. απαρεµφ.) συµφωνώ

µε κάποιον να

ἡγέοµαι, -οῦµαι:

(+ειδ. απαρεµφ.) νοµίζω, έχω τη

γνώµη / (+2αιτ. Α + Κ) θεωρώ κάποιον ως / (+γεν.)

κυβερνώ, είµαι επικεφαλής / (+δοτ.) οδηγώ

σκοπέω, -ῶ

: (+αιτ. / + β΄ουσα προτ. / +ειδ. απαρεµφ. /

+εµπροθ.) σκέπτοµαι, εξετάζω, προσέχω, κρίνω

ἀξιόω, -ῶ:

(+αιτ. / +αιτ. +γεν. της αξίας) θεωρώ

κάποιον άξιο (για) / (+τελ. απαρεµφ.) αξιώνω, θεωρώ

δίκαιο να, έχω την αξίωση να

κύριος, α, ον

: αυτός που έχει τη δύναµη, την εξουσία

/ έγκυρος / καθορισµένος

ὁµολογέω, -ῶ:

(+δοτ.) συµφωνώ / (+δοτ. +αιτ.)

συµφωνώ µε κάποιον για κάτι / (+ειδ. προτ. / +ειδ.

απαρεµφ.) οµολογώ, παραδέχοµαι

διατίθηµι

: (+αιτ.) διευθετώ, διαχειρίζοµαι / κάνω

κάποιον να συµπεριφέρεται µε κάποιον τρόπο /

εκθέτω, διηγούµαι / Μ. (+αιτ.) τακτοποιώ / κάνω

διαθήκη / δηµοσιεύω, εκθέτω, διαθέτω κάτι / Π. έχω

τύχει κάποιας µεταχείρισης

πείθω

: (+αιτ. / +αιτ. προσ. +αιτ. πραγµ. / +αιτ. + τελ.

απαρεµφ.) πείθω κάποιον (να) / Μ. (+δοτ.) πείθοµαι

σε κάποιον, πιστεύω

οἱ οἰκεῖοι:

φίλοι, συγγενείς