ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
124
ΘΕΜΑ 47
Τούς νόµους χρή κυρίους εἶναι τῶν πολιτῶν
ΑΝΑΡΘΡΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
Π. 111
ΑΠΡΟΣΩΠΑ ΡΗΜΑΤΑ - ΑΠΡΟΣΩΠΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
Π. 135
ΚΕΙΜΕΝΟ
50.
“W
sq
'
Øme‹j Ótan mn to‹j toÚtwn lÒgoij pisteÚhte
,
oÙ toÚtouj pros»kei poiÁsai tîn
™ke…nou klhronÒmouj
,
¢ll¦ par£noian KlewnÚmou katagignèskein
,
Ótan d to‹j ¹metšroij
,
™ke‹nÒn te nom…zein Ñrqîj bebouleàsqai làsai t¦j diaq»kaj boulÒmenon
,
¹m©j te m¾
sukofante‹n
,
¢ll¦ dika…wj toÚtwn ¢mfisbhte‹n
.
51.
”Epeita
,
ð ¥ndrej
,
™nqume‹sqe Óti oÙc
oŒÒn te Øm‹n ™sti kat¦ toÝj toÚtwn lÒgouj gnînai perˆ aÙtîn
.
P£ntwn g¦r ¨n e‡h deinÒ-
taton
,
e„ tîn ¢ntid…kwn gignwskÒntwn ¹m©j d…kaion enai tÕ mšroj aÙtîn labe‹n
,
Øme‹j
¤pant
'
aÙtoÝj œcein yhfie‹sqe
,
kaˆ toÚtouj mn ¹g»sesqe crÁnai ple…w labe‹n ïn aÙtoˆ
sf©j aÙtoÝj ºx…wsan
,
¹m©j d mhd toÚtwn ¢xièsete ïn oƒ ¢nt…dikoi sugcwroàsin ¹m‹n
.
ΙΣΑΙΟΥ, Περί τοῦ Κλεωνύµου κλήρου 50 - 51
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
πιστεύω
: (+δοτ. / +δοτ. + ειδ. απαρεµφ. / +ειδ. προτ.)
πιστεύω σε κάποιον (ότι), έχω εµπιστοσύνη,
εµπιστεύοµαι
προσήκω
: έχω έλθει σε κάποιο τόπο, είµαι
πρόχειρος / (+δοτ.) ανήκω σε κάποιον, έχω σχέση
µε κάποιον, συγγενεύω / (απρ.) αρµόζει, ταιριάζει /
προσήκει µοι τινος (αντικ.)
έχω σχέση µε κάτι
ποιέω, -ῶ:
(+αιτ.) κάνω κάτι / (+2αιτ. Α + Κ) κάνω
κάποιον κάτι / (+αιτ. +τελ. απαρεµφ. του σκοπού)
κάνω κάποιον ώστε να / (+κατηγ. µτχ.) παρουσιάζω
κάποιον να
καταγιγνώσκω:
(+γεν. / +τελ. απαρεµφ.) καταδικάζω
κάποιον (να) / (+γεν. +ειδ. απαρεµφ.) κατηγορώ
κάποιον ότι / (+αιτ.) διακρίνω, παρατηρώ κάτι
νοµίζω
: (+ειδ. απαρεµφ.) νοµίζω ότι / (+2αιτ. Α + Κ)
θεωρώ κάποιον ως / (+αιτ.) πιστεύω σε
βουλεύω
: (+αιτ. / + β ΄ουσα προτ.) σκέπτοµαι, κρίνω,
σχεδιάζω / (+τελ. απαρεµφ.) αποφασίζω να / είµαι
βουλευτής / Μ. (+αιτ. / + β ΄ουσα προτ. / +τελ.
απαρεµφ.) κρίνω, αποφασίζω, συσκέπτοµαι
ἀµφισβητέω, -ῶ:
(απολ.) διαφωνώ, φιλονικώ / (+γεν.)
φιλονικώ για κάτι, διεκδικώ κάτι / (σπ. +αιτ. / +δοτ.)
φιλονικώ για κάτι / (δικαν.) έχω αξιώσεις για
(περιουσία, κληρονοµιά κ.λπ.)
ἐνθυµέοµαι, -οῦµαι
: (+γεν. / +β ΄ουσα προτ.) έχω
διαρκώς στη σκέψη µου, σκέπτοµαι, συλλογίζοµαι
κάτι
οἷός τέ εἰµι:
(+τελ. απαρεµφ.) είµαι ικανός να, µπορώ
να /
οἷόν τ΄ ἐστι:
είναι δυνατό
γιγνώσκω
: (+αιτ. / +αιτ. +κατηγ. µτχ. / +ειδ. απαρεµφ. /
+ειδ. προτ.) γνωρίζω /(+τελ. απαρεµφ.) αποφασίζω
ἡγέοµαι, -οῦµαι:
(+ειδ. απαρεµφ.) νοµίζω, έχω τη
γνώµη / (+2αιτ. Α + Κ) θεωρώ κάποιον ως / (+γεν.)
κυβερνώ, είµαι επικεφαλής / (+δοτ.) οδηγώ
ἀξιόω, -ῶ:
(+αιτ. / +αιτ. +γεν. της αξίας) θεωρώ
κάποιον άξιο (για) / (+τελ. απαρεµφ.) αξιώνω, θεωρώ
δίκαιο να, έχω την αξίωση να
συγχωρέω, -ῶ:
(+δοτ. /+αιτ. / +δοτ. +αιτ.) συµβαδίζω
µε κάποιον, συµπορεύοµαι, παραχωρώ σε κάποιον
κάτι , υποχωρώ σε κάτι, παραδέχοµαι, συµφωνώ µε
κάποιον σε κάτι / (+δοτ. +τελ. απαρεµφ.) συµφωνώ
µε κάποιον να




