ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
130
ΘΕΜΑ 50
Πλοῦτος κακίας µᾶλλον ἤ καλοκαγαθίας ὑπηρέτης ἐστί
ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΙ (ΓΕΝΙΚΗ)
Π. 49
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
Π. 31 - 32
ΚΕΙΜΕΝΟ
1.
”A
ndrej dikasta…
,
Ð ¢delfÕj tÁj mhtrÕj tÁj ™mÁj PÚrroj
,
¥paij ín gnhs…wn pa…dwn
,
™poi»sato ”Endion tÕn ¢delfÕn tÕn ™mÕn ØÕn ˜autù
·
Öj klhronÒmoj ín tîn ™ke…nou ™peb…w
ple…w œth À e‡kosi kaˆ ™n crÒnJ tosoÚtJ œcontoj ™ke…nou tÕn klÁron
,
oÙdeˆj pèpote
prosepoi»sato oÙd
'
ºmfesb»thse tÁj klhronom…aj ™ke…nJ
.
2.
Teleut»santoj d toà ¢delfoà
pšrusin
,
Øperb©sa tÕn teleuta‹on klhronÒmon
,
gnhs…a qug£thr toà ¹metšrou qe…ou ¼kei
f£skousa enai F…lh. 3.
'AmfisbhtoÚshj d tÁj mhtrÕj tÁj ¹metšraj
,
¢delfÁj d toà
PÚrrou
,
Ð kÚrioj tÁj e„lhcu…aj toà kl»rou gunaikÕj ™tÒlmhse diamarturÁsai m¾ ™p…dikon
tÍ ¹metšrv mhtrˆ tÕn toà ¢delfoà klÁron enai
,
æj oÜshj gnhs…aj qugatrÕj PÚrrJ
,
oá Ãn ™x
¢rcÁj Ð klÁroj
.
ΙΣΑΙΟΥ, Περί τοῦ Πύρρου κλήρου 1 - 3
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ποιέοµαι, -οῦµαι:
(δικαν.) (+αιτ.) υιοθετώ κάποιον
ἡ ποίησις:
υιοθεσία
προσποιέοµαι, -οῦµαι:
(+αιτ.) προσθέτω,
ιδιοποιούµαι, λαµβάνω µε το µέρος µου,
προσποιούµαι / (+2αιτ. Κ + Α) παίρνω µε το µέρος
µου κάποιον ως / (+ειδ. απαρεµφ.) κάνω ότι είµαι
ἀµφισβητέω, -ῶ:
(απολ.) διαφωνώ, φιλονικώ / (+γεν.)
φιλονικώ για κάτι, διεκδικώ κάτι / (σπ. +αιτ. / +δοτ.)
φιλονικώ για κάτι / (δικαν.) έχω αξιώσεις για
(περιουσία, κληρονοµιά κ. λπ.)
ὑπερβαίνω
: (+αιτ.) ανεβαίνω, διαβαίνω / υπερχειλίζω
/ υπερβαίνω, παραβαίνω / ξεπερνώ, υπερέχω /
παραλείπω, αφήνω
λαγχάνω
: (απολ.) λαχαίνω, πέφτω στον κλήρο
κάποιου / (+αιτ.) παίρνω κάτι µε κλήρο ή από την τύχη
/ (δικαν.)
λαγχάνω (δίκην) +δοτ.
: παίρνω την άδεια
να κάνω αγωγή / (+τελ. απαρεµφ. του σκοπού)
εκλέγοµαι µε κλήρο (για) να / (+γεν.) συµµετέχω σε
κάτι, απολαµβάνω
διαµαρτυρέω, -ῶ:
(+αιτ. / +β΄ουσα προτ. / +ειδ.
απαρεµφ.) υποβάλλω ένσταση
ἡ διαµαρτυρία
: ένσταση
ὁ ἐπίδικος, ον:
αµφισβητούµενος ενώπιον του
νόµου /
ἐπίδικος κόρη:
γυναίκα κληρονόµος, την
οποία διεκδικούν για γάµο οι στενότεροι συγγενείς
=
ἐπίκληρος κόρη




