ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
126
ΘΕΜΑ 48
Νοµίζω τάς γεγενηµένας συµφοράς ἱκανά µνηµεῖα τῇ πόλει καταλελεῖφθαι
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ
Π. 23
ΚΕΙΜΕΝΟ
1.
`H
goÚmhn mšn
,
ð ¥ndrej
,
e‡ tij kaˆ ¥lloj ™poi»qh ØpÒ tinoj kat¦ toÝj nÒmouj
,
kaˆ
™gë poihqÁnai
,
kaˆ oÙk ¥n pote e„pe‹n oÙdšna tolmÁsai æj ™poi»satÒ me MeneklÁj
paranoîn À gunaikˆ piqÒmenoj
·
™peid¾ d Ð qe‹oj oÙk Ñrqîj bouleuÒmenoj
,
æj ™gè fhmi
,
peir©tai ™x ¤pantoj trÒpou tÕn ¢delfÕn tÕn aØtoà ¥paida teqneîta katastÁsai
,
oÜte toÝj
qeoÝj toÝj patróouj oÜq
'
Ømîn a„scunÒmenoj oÙdšna
,
™moˆ ¢n£gkh ™stˆ poll¾ bohqe‹n tù te
patrˆ tù poihsamšnJ me kaˆ ™mautù
.
2. Did£xw oân Øm©j ™x ¢rcÁj æj proshkÒntwj te kaˆ
kat¦ toÝj nÒmouj ™gšneto ¹ po…hsij kaˆ oÙk œstin ™p…dikoj Ð klÁroj Ð Meneklšouj
,
Ôntoj
™moà Øoà ™ke…nou
,
¢ll
'
Ð m£rtuj diemartÚrhse t¢lhqÁ
.
Dšomai d
'
Ømîn ¡p£ntwn kaˆ
¢ntibolî kaˆ ƒketeÚw met
'
eÙno…aj ¢podšcesqa… mou toÝj lÒgouj
.
ΙΣΑΙΟΥ, Περί τοῦ Μενεκλέους κλήρου 1 - 2
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ἡγέοµαι, -οῦµαι:
(+ειδ. απαρεµφ.) νοµίζω, έχω τη
γνώµη / (+2αιτ. Α + Κ) θεωρώ κάποιον ως / (+γεν.)
κυβερνώ, είµαι επικεφαλής / (+δοτ.) οδηγώ
ποιέοµαι, -οῦµαι:
(δικαν.) (+αιτ.) υιοθετώ κάποιον
ἡ ποίησις:
υιοθεσία
λέγω
: (+αιτ. / +αιτ. +δοτ. / δοτ. +ειδ. απαρεµφ. / +ειδ.
προτ.) λέω / (+τελ. απαρεµφ.) προστάζω να / (+2αιτ.
Α + Κ) ονοµάζω κάποιον ως
πείθω
: (+αιτ. / +αιτ. προσ. +αιτ. πραγµ. / +αιτ. + τελ.
απαρεµφ.) πείθω κάποιον (να) / Μ. (+δοτ.) πείθοµαι
σε κάποιον, πιστεύω
βουλεύω
: (+αιτ. / + β ΄ουσα προτ.) σκέπτοµαι, κρίνω,
σχεδιάζω / (+τελ. απαρεµφ.) αποφασίζω να / είµαι
βουλευτής / Μ. (+αιτ. / + β ΄ουσα προτ. / +τελ.
απαρεµφ.) κρίνω, αποφασίζω, συσκέπτοµαι
πειράοµαι, -ῶµαι
: (+τελ. απαρεµφ. / +γεν. / +β΄ουσα
προτ.) προσπαθώ, δοκιµάζω, επιχειρώ / (+γεν.)
επιτίθεµαι εναντίον κάποιου / (+αιτ.) πειράζω,
ενοχλώ, επιτίθεµαι
καθίστηµι
: (+αιτ.) τοποθετώ κάτι, εγκαθιστώ, ορίζω,
τακτοποιώ / (+2αιτ. Κ + Α) διορίζω κάποιον ως, κάνω
κάποιον / Μ. (+αιτ. / +2αιτ. Κ + Α) παρουσιάζοµαι,
διορίζοµαι / ρυθµίζω, εκλέγω κάποιον / ησυχάζω /
(+Κ / +εµπροθ. ) γίνοµαι, έρχοµαι σε
διδάσκω
: (+αιτ. / +αιτ. +αιτ. / +αιτ. + β΄ουσα προτ. / +αιτ.
+τελ. απαρεµφ.) διδάσκω, διαφωτίζω, πληροφορώ,
συµβουλεύω, εξηγώ (σε) κάποιον (να) (ότι)
ὁ ἐπίδικος, ον:
αµφισβητούµενος ενώπιον του
νόµου /
ἐπίδικος κόρη:
γυναίκα κληρονόµος, την
οποία διεκδικούν για γάµο οι στενότεροι συγγενείς
=
ἐπίκληρος κόρη




