ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
118
ΘΕΜΑ 44
Τοῦτο ἐστιν τό ἀδικεῖν, τό πλέον τῶν ἄλλων ζητεῖν ἔχειν
ΕΝΑΡΘΡΟ - ΑΝΑΡΘΡΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
Π. 110 - 111
ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Π. 98 - 108
ΚΕΙΜΕΝΟ
9.
'A
ll
'
e„ prÕj 'Ant…patron
,
À Óstij ¥lloj MakedÒnwn basileÚj
,
ƒkano… ™smen
¢gwn…sasqai
,
toàto cr¾ skope‹n
·
k¨n ƒkanoˆ ðmen
,
¢gaqÍ tÚcV ¢nalabÒntej t¦
Ópla eÙqšwj
™leuqerîmen toÝj “Ellhnaj
.
E„ d toÚtou mn Ñligwr»somen
,
kolakeuÒmenoi d ¹sqhsÒmeqa
,
pîj oÙ met¦ toà doke‹n ˜auto‹j a‡tioi gegonšnai tîn sumforîn
,
Ö mÒnon oÙd paramuq…an
œcei to‹j kakîj pr£ttousin
,
¢tuc»somen; 10. ”Estin d kaˆ pÒlewj kaˆ ¢ndrÕj eâ fronoàntoj
œrgon
,
¢eˆ prÕj t¦j paroÚsaj ¢form¦j Øpr tîn parÒntwn bouleÚsasqai
·
tÕ d t¾n mn
tÒlman e„j t¦ pr£gmata
,
oŒj ™piceire‹ tij
,
™k tÁj prÒsqen „scÚoj œcein
,
t¾n d „scÝn p£lai
pot
'
™schkšnai meg£lhn
,
Ómoi£ ge fa…netai
,
ésper ¨n e‡ tij 'Olump…asi nik»saj poll£kij
Ûsteron gšrwn ín ¢pogr£foito œti kaˆ prokalo‹to toÝj ¢ntip£louj ¢namimnVskÒmenoj Âj
œschken
,
oÙcˆ tÁj paroÚshj
,
dun£mewj
.
ΑΙΣΧΙΝΟΥ, Ἐπιστολαί 11, 9 - 10
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ἀγωνίζοµαι
: (+εµπροθ. / +δοτ.) ανταγωνίζοµαι,
αµιλλώµαι µε κάποιον, για κάτι / (δικαν.) µπλέκοµαι
σε, διεξάγω δικαστικό αγώνα, υπερασπίζω
σκοπέω ή σκοπέοµαι, -οῦµαι
: (+αιτ. /+ β΄ουσα προτ. /
+ειδ. απαρεµφ. / +εµπροθ.) σκέπτοµαι, εξετάζω,
προσέχω, κρίνω
ὁ ἱκανός, ή, όν
: ικανός / αρκετός
ἀναλαµβάνω
: (+αιτ.) παίρνω στα χέρια µου,
αναλαµβάνω / δέχοµαι / υιοθετώ / ξαναποκτώ /
θεραπεύω, ανορθώνω / ξαναρχίζω / κερδίζω την
εύνοια κάποιου
ὀλιγωρέω, -ῶ:
(+γεν. / απολ.) φροντίζω λίγο για κάτι,
παραµελώ
ἥδοµαι
: (απολ. / +δοτ. / +κατηγ. µτχ. / +προσδ. της
αιτίας) ευχαριστιέµαι
δοκέω, -ῶ:
(+ειδ. απαρεµφ.) µου φαίνεται, νοµίζω /
(+τελ. απαρεµφ.) µου φαίνεται καλό να, αποφασίζω
ἡ παραµυθία:
προτροπή / παρηγοριά
εὖ πράττω
: ευτυχώ
≠
κακῶς πράττω
ἡ ἀφορµή:
ορµητήριο / καταφύγιο, άσυλο / αφορµή,
πρόφαση, πρόσχηµα / υλικά µέσα, πόροι / µέσα για
την διεξαγωγή πολέµου
βουλεύω
: (+αιτ. / + β ΄ουσα προτ.) σκέπτοµαι, κρίνω,
σχεδιάζω / (+τελ. απαρεµφ.) αποφασίζω να / είµαι
βουλευτής / Μ. (+αιτ. / + β ΄ουσα προτ. / +τελ.
απαρεµφ.) κρίνω, αποφασίζω, συσκέπτοµαι
ἐπιχειρέω, -ῶ:
(+δοτ. / σπ. +αιτ.) καταπιάνοµαι µε
κάτι/ (+δοτ. / +δοτ. +τελ. απαρεµφ. / +τελ. απαρεµφ.)
επιτίθεµαι, προσβάλλω κάποιον / προσπαθώ να
ἀπογράφω
: (+αιτ.) αντιγράφω, καταγράφω / (δικαν.)
παραδίνω αντίγραφο κατηγορίας / µηνύω κάποιον /
αποκηρύσσω / Μ. (+αιτ.) γράφοµαι σε κάποιο
κατάλογο / εγγράφω το όνοµά µου ως κατήγορος,
εγκαλώ / δίνω κατάλογο περιουσιακών στοιχείων
προκαλέω, -ῶ:
(+αιτ.) προκαλώ, προσκαλώ κάποιον /
Μ. (+αιτ. / +αιτ. +τελ. απαρεµφ.) προσκαλώ, προκαλώ
κάποιον (να) / προτείνω κάτι / (δικαν.) προσφέροµαι
ή προκαλώ τον αντίδικο να διευκολύνει την
απόφαση του δικαστηρίου
ἀναµιµνῄσκω:
(+αιτ. +αιτ. / +αιτ. +τελ. απαρεµφ. / +αιτ.
/ +αιτ. +γεν.) θυµίζω σε κάποιον (να)/ θυµίζω,
αναφέρω κάτι / Μ. (+γεν. / σπ. +αιτ. / +ειδ. προτ. /
+κατηγ. µτχ.) θυµάµαι




