ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
112
ΘΕΜΑ 41
Ὁ δικαζόµενος ὅτι ἀδικεῖ οὐδέποτ' ἄν ὁµολογήσειεν
ΕΙ∆ΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Π. 72 - 73
ΚΕΙΜΕΝΟ
215.
P
erˆ d tîn e„j ™mautÕn loidoriîn bracša boÚlomai proeipe‹n
.
Punq£nomai g¦r
lšxein Dhmosqšnhn æj ¹ pÒlij Øp
'
aÙtoà mn çfšlhtai poll£
,
Øp
'
™moà d katabšblaptai
,
kaˆ tÕn F…lippon kaˆ tÕn 'Alšxandron kaˆ t¦j ¢pÕ toÚtwn a„t…aj ¢no…sein ™p
'
™mš
.
OÛtw g£r
™stin æj œoike deinÕj dhmiourgÕj lÒgwn éste oÙk ¢pocrÍ aÙtù e‡ ti pepol…teumai par
'
Øm‹n
™gè
,
À e‡ tinaj dhmhgor…aj e‡rhka
,
toÚtwn kathgore‹n
,
216.
¢ll¦ kaˆ t¾n ¹suc…an aÙt¾n toà
b…ou diab£llei kaˆ tÁj siwpÁj mou kathgore‹
,
†na mhdeˆj aÙtù tÒpoj ¢sukof£nthtoj
parale…phtai
,
kaˆ t¦j ™n to‹j gumnas…oij met¦ tîn newtšrwn mou diatrib¦j katamšmfetai
,
kaˆ kat¦ tÁsde tÁj kr…sewj eÙqÝj ¢rcÒmenoj toà lÒgou fšrei tin¦ a„t…an
,
lšgwn æj ™gë t¾n
graf¾n oÙc Øpr tÁj pÒlewj ™gray£mhn
,
¢ll
'
™ndeiknÚmenoj 'Alex£ndrJ di¦ t¾n prÕj aÙtÕn
œcqran
.
ΑΙΣΧΙΝΟΥ, Κατά Κτησιφῶντος 215 - 216
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ἡ λοιδορία:
κακολογία
προλέγω
: (+αιτ.) προλέγω, διακηρύττω, δηλώνω,
προφητεύω / (+δοτ. +τελ. απαρεµφ.) διατάζω κάποιον να
/ (+δοτ. +ειδ. απαρεµφ. ή ειδ. προτ.) προειδοποιώ
κάποιον ότι
πυνθάνοµαι
: (+αιτ. / +αιτ. +γεν. / +αιτ. +κατηγ. µτχ. / +ειδ.
προτ. / +ειδ. απαρεµφ. / +πλάγια ερωτηµ.)
πληροφορούµαι, µαθαίνω
λέγω
: (+αιτ. / +αιτ. +δοτ. / δοτ. +ειδ. απαρεµφ. / +ειδ.
προτ. / λέω / (+τελ. απαρεµφ. ) προστάζω να / (+2αιτ. Α +
Κ ) ονοµάζω κάποιον ως
ἀναφέρω
: (+αιτ. / +αιτ. +εµπροθ. / +εµπροθ.) ανεβάζω
κάτι, µεταφέρω πάνω / σηκώνω / ανορθώνω / υποµένω
/αναγγέλλω, αναφέρω κάτι (σε κάποιον) / αποδίδω κάτι
(σε) / προσφέρω / επαναφέρω (από την εξορία) /
εξετάζω / (απολ.) οδηγώ προς τα πάνω / αναλαµβάνω,
συνέρχοµαι / Μ. (+αιτ.) µεταφέρω πάνω κάτι δικό µου /
καταθέτω πάνω (π.χ. στην Ακρόπολη)
ἀποχρήω, -ῶ: (
απολ. / +δοτ.) αρκώ, ικανοποιώ / (απρ.)
είναι αρκετό
πολιτεύω και πολιτεύοµαι
: είµαι πολίτης / ζω ως πολίτης,
ενεργώ ως πολίτης / συµµετέχω στην πολιτική ζωή,
διοικώ, κυβερνώ
κατηγορέω, -ῶ:
(απολ.) είµαι ή εµφανίζοµαι ως
κατήγορος / (+γεν. / +γεν. +προσδ. της αιτίας) κατηγορώ
κάποιον (για) κάτι / (+γεν. +ειδ. προτ. / +ειδ. απαρεµφ.)
λέγω, διαβεβαιώνω εις βάρος κάποιου ότι / (+αιτ.)
αναφέρω ως κατηγορία, αποδεικνύω κάτι
διαβάλλω
: (+αιτ.) διαβαίνω / διασύρω, κατηγορώ
κάποιον, ονειδίζω, εξαπατώ
ὁ τόπος:
τόπος, θέση, µέρος / χωρίο κειµένου /
ευκαιρία, περίσταση
ἡ διατριβή
: σπατάλη χρόνου, αργοπορία / σοβαρή
ενασχόληση
καταµέµφοµαι
: (+αιτ.) κατακρίνω, παραπονούµαι για
ἡ κρίσις
: ο διαχωρισµός / επιλογή / κρίση, απόφαση /
δίκη / φιλονικία / αποτέλεσµα
ἄρχω:
(+γεν.) αρχίζω κάτι, εξουσιάζω, διοικώ κάποιον/
(+γεν. +κατηγ. µτχ.) κάνω κάποιον να ξεκινήσει να / Μ.
(+γεν.) κάνω αρχή κάποιου πράγ-µατος / (+κατηγ. µτχ. /
+τελ. απαρεµφ.) αρχίζω να
ἡ γραφή
: έγγραφη καταγγελία για δηµόσιο αδίκηµα /
γραφή παρανόµων
: καταγγελία για παράνοµη πρόταση
γράφω (δικαν.):
(+αιτ. /+τελ. απαρεµφ. ) καταγράφω,
προτείνω / (+2αιτ. Α + Κ) θεωρώ κάποιον ως / Μ. (+αιτ. /
+αιτ. +γεν. της αιτίας / +αιτ. +γραφήν - δίκην) καταγγέλλω
κάποιον για δηµόσιο αδίκηµα, καταγγέλλω κάτι / Π.
καταγγέλλοµαι
ἐνδείκνυµι:
(+αιτ. / +αιτ. +δοτ.) δείχνω, καταγγέλλω,
αποδεικνύω κάτι σε κάποιον / Μ. (+αιτ. +δοτ. / +κατηγ.
µτχ.) αποδεικνύω µε αποδείξεις, καταγγέλλω / (+αιτ.)
επιδεικνύω / προσπαθώ να ελκύσω την εύνοια κάποιου




