ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
110
ΘΕΜΑ 40
Ἕν χρέος παρά τῶν τέκνων τοῖς γονεῦσιν ὀφείλεται
ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΙΤΙΟ
Π. 38
ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Π. 98 - 104
ΚΕΙΜΕΝΟ
195.
'A
rc‹noj g¦r Ð ™k Ko…lhj ™gr£yato paranÒmwn QrasÚboulon tÕn Steiriša
,
›na tîn
¢pÕ FulÁj aØtù sugkatelqÒntwn
,
kaˆ eŒle newstˆ gegenhmšnwn aÙtù tîn eÙergesiîn
,
§j
oÙc Øpelog…santo oƒ dikasta…
·
¹goànto g£r
,
ésper tÒte aÙtoÝj feÚgontaj QrasÚbouloj
kat»gagen
,
oÛtw nàn mšnontaj ™xelaÚnein par¦ toÝj nÒmouj gr£font£ ti
.
196. 'All
'
oÙ nàn
,
¢ll¦ p©n toÙnant…on g…gnetai
·
oƒ g¦r ¢gaqoˆ strathgoˆ Øm‹n kaˆ tîn t¦j sit»seij tinj
eØrhmšnwn ™n tù prutane…J ™xaitoàntai t¦j graf¦j tîn paranÒmwn
,
oÞj Øme‹j ¢car…stouj
enai dika…wj ¨n Øpolamb£noite
·
e„ g£r tij ™n dhmokrat…v tetimhmšnoj
,
™n toiaÚtV polite…v
¿n oƒ qeoˆ kaˆ oƒ nÒmoi sózousi
,
tolm´ bohqe‹n to‹j par£noma gr£fousi
,
katalÚei t¾n
polite…an
,
Øf
'
Âj tet…mhtai
.
197. T…j oân ¢podšdeiktai lÒgoj ¢ndrˆ sunhgÒrJ dika…J kaˆ
sèfroni
,
™gë lšxw
.
ΑΙΣΧΙΝΟΥ, Κατά Κτησιφῶντος 195 - 197
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
γράφω (δικαν.):
(+αιτ. / +τελ. απαρεµφ. )
καταγράφω, προτείνω / (+2αιτ. Α + Κ) θεωρώ
κάποιον ως / Μ. (+αιτ. / +αιτ. +γεν. της αιτίας/ +αιτ.
+γραφήν - δίκην) καταγγέλλω κάποιον για δηµόσιο
αδίκηµα, καταγγέλλω κάτι / Π. καταγγέλλοµαι
γράφοµαί τινα παρανόµων:
καταγγέλλω κάποιον
για παράνοµο ψήφισµα
συγκατέρχοµαι
: (+δοτ. / απολ.) επιστρέφω (από την
εξορία) µαζί µε κάποιον
αἱρέω, -ῶ:
(+αιτ.) συλλαµβάνω κάποιον / κυριεύω
κάτι / αποδεικνύω κάποιον ένοχο, πετυχαίνω την
καταδίκη του /
αἱρῶ δίκην:
κερδίζω τη δίκη / Μ. (+αιτ. /
+αιτ. +γεν. συγκριτική) προτιµώ κάποιον (από) / (+2αιτ.
Α + Κ) εκλέγω κάποιον ως / (+τελ. απαρεµφ.)
προτιµώ να / Π. εκλέγοµαι
νεωστί
: (επιρ.) προ ολίγου, πρόσφατα
ἡγέοµαι, -οῦµαι:
(+ειδ. απαρεµφ.) νοµίζω, έχω τη
γνώµη / (+2αιτ. Α + Κ) θεωρώ κάποιον ως / (+γεν.)
κυβερνώ, είµαι επικεφαλής / (+δοτ.) οδηγώ
φεύγω
: τρέποµαι σε φυγή, εξορίζοµαι, κατηγορούµαι
/ (+αιτ.) αποφεύγω κάποιον
κατάγω
: (+αιτ.) οδηγώ προς τα κάτω / οδηγώ πλοίο
από το πέλαγος στην ξηρά / οδηγώ / επαναφέρω
(κυρίως από την εξορία) / Μ. καταπλέω, έρχοµαι σε
λιµάνι / καταλύω
ἐξελαύνω
: (+αιτ.) διώχνω, εξορίζω κάποιον
ἐξαιτέω, -ῶ:
(+αιτ. / +αιτ. +αιτ. / +αιτ. +γεν. / +αιτ. +τελ.
απαρεµφ.) ζητώ κάτι από κάποιον, ζητώ από κάποιον
να / (+αιτ. προσ.) ζητώ την παράδοση κάποιου / Μ.
(+αιτ.) ζητώ κάτι / ζητώ την παράδοση ή την αθώωση
ή τη σωτηρία κάποιου, σώζω, απαλλάσσω κάποιον /
αποτρέπω κάτι
ὑπολαµβάνω
: (+αιτ.) λαµβάνω (από κάτω ή κρυφά),
κατανοώ / (+αιτ. / +αιτ. +δοτ. / +δοτ. +ειδ. απαρεµφ. ή
ειδ. προτ. / απολ.) παίρνω το λόγο και µιλώ, απαντώ,
διακόπτω κάποιον (και λέω) / (+ειδ. απαρεµφ. / +αιτ.)
νοµίζω, θεωρώ / (+2αιτ. Α + Κ) θεωρώ κάποιον ως
ἀποδείκνυµι:
(+αιτ. / +δοτ. +αιτ. / +κατηγ. µτχ. /
+β΄ουσα προτ.) φανερώνω, αποδεικνύω,
παρουσιάζω, δηµοσιεύω, καθιστώ, παριστάνω/ Μ.
(+αιτ.) δείχνω κάτι




