ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
100
ΘΕΜΑ 35
Γύµναζε σαυτόν πόνοις ἑκουσίοις, ὅπως ἄν δύνῃ καί τούς ἀκουσίους ὑποµένειν
ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Π. 76 - 77
ΚΕΙΜΕΝΟ
64.
T
¦ d met¦ taàta ½dh moi sfÒdra prosšcete tÕn noàn
.
'Epr£tteto g¦r oÙ prÕj toÝj
¥llouj pršsbeij
,
toÝj poll¦ sukofanthqšntaj Ûsteron ™k metabolÁj ØpÕ Dhmosqšnouj
,
¢ll¦ prÕj Filokr£thn kaˆ Dhmosqšnhn
,
e„kÒtwj
,
toÝj ¤ma mn presbeÚontaj
,
¤ma d t¦
yhf…smata gr£fontaj
,
prîton mn Ópwj m¾ perimene‹te toÝj pršsbeij
,
oÞj Ãte ™kpe-
pomfÒtej parakaloàntej ™pˆ F…lippon
,
†na m¾ met¦ tîn `Ell»nwn
,
¢ll
'
„d…v poi»shsqe t¾n
e„r»nhn
·
65. deÚteron d
'
Ópwj m¾ mÒnon e„r»nhn
,
¢ll¦ kaˆ summac…an enai yhfie‹sqe prÕj
F…lippon
,
†n
'
e‡ tinej prosšcoien tù pl»qei tù ØmetšrJ e„j t¾n ™sc£thn ™mpšsoien ¢qum…an
,
Ðrîntej Øm©j aØtoÝj mn parakaloàntaj ™pˆ tÕn pÒlemon
,
o‡koi d m¾ mÒnon e„r»nhn
,
¢ll¦
kaˆ summac…an ™yhfismšnouj poie‹sqai
·
tr…ton d Ópwj Kersoblšpthj Ð Qr®khj basileÝj m¾
œstai œnorkoj
,
mhd metšstai tÁj summac…aj kaˆ tÁj e„r»nhj aÙtù
.
Parhggšlleto d
'
™p
'
aÙtÕn ½dh strate…a
.
ΑΙΣΧΙΝΟΥ, Κατά Κτησιφῶντος 64 - 65
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
πράττω
: (+αιτ.) κατορθώνω, εκτελώ, κάνω /
ασχολούµαι µε κάτι / εισπράττω / (+αιτ. +αιτ.)
εισπράττω από κάποιον κάτι /
πράττω πρός τινά τι:
διαπραγµατεύοµαι µε κάποιον κάτι /
πράττω πρός
τινα:
συνεργάζοµαι µε κάποιον / (+επιρ.) βρίσκοµαι
σε κάποια κατάσταση
πρεσβεύω
: (απολ.) είµαι µεγαλύτερος, έχω πρωτεία /
είµαι ή στέλνοµαι ως πρεσβευτής / (+ αιτ. )
διαπραγµατεύοµαι κάτι / κυβερνώ / τιµώ / Μ. ενεργώ
ως πρεσβευτής / στέλνω πρέσβεις / Π. στέλνοµαι ως
πρεσβευτής
γράφω (δικαν.):
(+αιτ. / +τελ. απαρεµφ. )
καταγράφω, προτείνω / (+2αιτ. Α + Κ) θεωρώ
κάποιον ως / Μ. (+αιτ. / +αιτ. +γεν. της αιτίας / +αιτ.
+γραφήν - δίκην) καταγγέλλω κάποιον για δηµόσιο
αδίκηµα, καταγγέλλω κάτι / Π. καταγγέλλοµαι
ἐκπέµπω
: (+αιτ.) αποµακρύνω, διώχνω κάποιον /
στέλνω έξω, µακριά, εξάγω / καλώ έξω, προσκαλώ
παρακαλέω, -ῶ
: (+αιτ. / +αιτ. +τελ. απαρεµφ)
προσκαλώ κάποιον, παρακινώ κάποιον να / (+2αιτ. Α
+ Κ) καλώ κάποιον ως / Μ. (+αιτ. / +τελ. απαρεµφ)
επικαλούµαι τη µαρτυρία κάποιου, προσκαλώ,
προτρέπω να
ἐµπίπτω
: (+δοτ. / +εµπροθ.) πέφτω µέσα ή πάνω σε /
εµφανίζοµαι / εισορµώ, επιτίθεµαι εναντίον κάποιου
/ συµβαίνω, περιέρχοµαι σε
ἡ ἀθυµία
: έλλλειψη θάρρους, λιποψυχία / βαρυθυµία
ὁράω, -ῶ:
(+αιτ. / +πλάγια ερωτηµ. / +ειδ. προτ. / +αιτ.
+κατηγ. µτχ.) βλέπω
ὁ ἔνορκος, ον:
δεσµευµένος µε όρκο
µέτεστι
: (+γεν. +δοτ. προσωπική) συµµετέχω σε, βλ. Π.
136.3.β




