Background Image
Table of Contents Table of Contents
Previous Page  77 / 112 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 77 / 112 Next Page
Page Background

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

98

ΘΕΜΑ 34

Λέγεται δέ ὥς ποθ' οἱ τέττιγες ἦσαν ἄνθρωποι

ΕΙ∆ΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Π. 72 - 73

ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Π. 98 - 104

ΚΕΙΜΕΝΟ

26.

K

aˆ oÙ kathgorîn aÙtîn oÙd

'

™pitimîn lšgw

,

¢ll

'

™ke‹no Øm‹n ™nde…xasqai boÚlomai

Óti Ð mn nomoqšthj

,

™£n tij mi©j ¢rcÁj tÁj ™lac…sthj ØpeÚqunoj Ï

,

toàton oÙk ™´

,

prˆn ¨n

lÒgon kaˆ eÙqÚnaj dù

,

stefanoàn

,

Ð d Kthsifîn Dhmosqšnhn tÕn sull»bdhn ¡p£saj t¦j

'Aq»nhsin ¢rc¦j ¥rconta oÙk êknhse gr£yai stefanîsai

.

27.

`Wj to…nun kaˆ t¾n tîn

teicopoiîn ¢rc¾n Ãrcen

,

Óq

'

oátoj tÕ y»fisma œgraye

,

kaˆ t¦ dhmÒsia cr»mata diece…rize

,

kaˆ ™pibol¦j ™pšballe

,

kaq£per oƒ ¥lloi ¥rcontej

,

kaˆ dikasthr…wn ¹gemon…aj ™l£mbane

,

toÚtwn Øm‹n aÙtÕn Dhmosqšnhn m£rtura paršxomai

.

ΑΙΣΧΙΝΟΥ, Κατά Κτησιφῶντος 26 - 27

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

κατηγορέω, -ῶ:

(απολ.) είµαι ή εµφανίζοµαι ως

κατήγορος / (+γεν. / +γεν. +προσδ. της αιτίας)

κατηγορώ κάποιον (για) κάτι / (+γεν. +ειδ. προτ. /

+ειδ. απαρεµφ.) λέγω, διαβεβαιώνω εις βάρος

κάποιου ότι / (+αιτ.) αναφέρω ως κατηγορία,

αποδεικνύω κάτι

ἐπιτιµάω, -ῶ

: (+αιτ.) εκτιµώ, ορίζω τιµή / (+δοτ.)

επιβάλλω ποινή, κατηγορώ, κατακρίνω, επιπλήττω

ἐνδείκνυµι:

(+αιτ. / +αιτ. +δοτ.) δείχνω, καταγγέλλω,

αποδεικνύω κάτι σε κάποιον / Μ. (+αιτ. +δοτ. / +κατηγ.

µτχ.) αποδεικνύω µε αποδείξεις, καταγγέλλω / (+αιτ.)

επιδεικνύω / προσπαθώ να ελκύσω την εύνοια

κάποιου

ὁ ὑπεύθυνος, ον

: υπόλογος, υπεύθυνος / ένοχος

ἐάω, -ῶ:

(+αιτ. +τελ. απαρεµφ.) αφήνω κάποιον να

ἡ εὐθύνη:

λογοδοσία /

εὐθύνας ὀφλισκάνω

:

καταδικάζοµαι για κατάχρηση

στεφανόω, -ῶ:

(+αιτ.) στεφανώνω, τιµώ

συλλήβδην

: (επιρ.) γενικά, περιληπτικά

ὀκνέω, -ῶ:

(+τελ. απαρεµφ.) διστάζω να / (+ενδ.

προτ.) φοβάµαι µήπως / (+αιτ.) φοβάµαι κάτι

γράφω (δικαν.):

(+αιτ. / +τελ. απαρεµφ. )

καταγράφω, προτείνω / (+2αιτ. Α + Κ) θεωρώ

κάποιον ως / Μ. (+αιτ. / +αιτ. +γεν. της αιτίας / +αιτ.

+γραφήν - δίκην) καταγγέλλω κάποιον για δηµόσιο

αδίκηµα, καταγγέλλω κάτι / Π. καταγγέλλοµαι

διαχειρίζω

: (+αιτ.) κυβερνώ, διευθύνω

ἡ ἐπιβολή

: βολή / πρόστιµο / απόπειρα, επίθεση

ἐπιβάλλω

: (+αιτ. / +αιτ. +δοτ.) ρίχνω κάτι (σε κάποιον),

τοποθετώ / επιβάλλω / προσθέτω / (απολ.)

πορεύοµαι / πέφτω πάνω / Μ. (+αιτ.) επιχειρώ κάτι /

αναλαµβάνω

παρέχω:

(+αιτ. / +αιτ. +δοτ.) παρέχω (+2αιτ. Α + Κ /

+αιτ. +κατηγ. µτχ.) παρουσιάζω κάποιον ως ή να / Μ.

προσφέρω, παρέχω, παρουσιάζω / προτείνω

κάποιον ως, παρουσιάζω κάποιον ως