ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
102
ΘΕΜΑ 36
Ἡ γλῶσσα τόν θυµόν δεινόν τρέφει
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
Π. 31 - 32
ΚΕΙΜΕΝΟ
89.
T
ucën d par
'
Ømîn suggnèmhj Kall…aj Ð CalkideÚj
,
mikrÕn dialipën crÒnon p£lin
Âke ferÒmenoj e„j t¾n ˜autoà fÚsin
,
EÙbo
ϊ
kÕn mn tù lÒgJ sunšdrion e„j Calk…da sun£gwn
,
„scur¦n d t¾n EÜboian ™f
'
Øm©j œrgJ paraskeu£zwn
,
™xa…reton d
'
aØtù turann…da
peripoioÚmenoj
.
K¢ntaàqa ™lp…zwn sunagwnist¾n F…lippon l»yesqai
,
¢pÁlqen e„j Makedo-
n…an kaˆ periÇei met¦ Fil…ppou
,
kaˆ tîn ˜ta…rwn eŒj çnom£zeto
.
90.
'Adik»saj d F…lippon
k¢ke‹qen ¢podr£j
,
Øpšbalen ˜autÕn fšrwn Qhba…oij
.
'Egkatalipën d k¢ke…nouj kaˆ
ple…ouj trapÒmenoj trop¦j toà EÙr…pou par
'
Ön õkei
,
e„j mšson p…ptei tÁj te Qhba…wn
œcqraj kaˆ tÁj Fil…ppou
.
'Aporîn d
'
Ó ti cr»saito aØtù
,
kaˆ paraggellomšnhj ™p
'
aÙtÕn ½dh
strate…aj
,
m…an ™lp…da loip¾n kate‹de swthr…aj
,
œnorkon labe‹n tÕn 'Aqhna…wn dÁmon
,
sÚmmacon Ñnomasqšnta
,
bohq»sein
,
e‡ tij ™p
'
aÙtÕn ‡oi
·
Ö prÒdhlon Ãn ™sÒmenon
,
e„ m¾ Øme‹j
kwlÚsete
.
ΑΙΣΧΙΝΟΥ, Κατά Κτησιφῶντος 89 - 90
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ἡ συγγνώµη
: οµολογία / συγγνώµη, συγχώρηση /
δικαιολογία /
συγγνώµης τυγχάνω παρά τινος:
συγχωρούµαι από /
συγγνώµην ἔχω τινι:
συγχωρώ
κάποιον
διαλείπω
: (+αιτ.) αφήνω να περάσει καιρός, να γίνει
διάλειµµα / (απολ.) απέχω / µεσολαβώ / περνώ (για
χρόνο)
φέρω
: (+αιτ. / +εµπροθ.) φέρνω, µεταφέρω, βαστώ,
σηκώνω / υποφέρω, υποµένω / παράγω / πληρώνω
/ αρπάζω, αποµακρύνω/ αποκοµίζω, κερδίζω /
(απολ.) οδηγώ / (+αιτ. + δοτ.) προσφέρω, προξενώ
σε κάποιον κάτι / Π. µεταφέροµαι, µετακινούµαι,
παρασύροµαι / αποβαίνω/ διαδίδοµαι
συνάγω
: (+αιτ.) συναθροίζω, συγκαλώ / συνάπτω,
συµφιλιώνω / συστέλλω, µαζεύω, τραβώ / συνάγω,
συµπεραίνω / διοργανώνω
περιποιέω, -ῶ:
(+αιτ.) διατηρώ, διασώζω, αποταµιεύω
/ (+αιτ. +δοτ.) προµηθεύω, παρέχω σε κάποιον κάτι /
προξενώ / Μ. (+αιτ. /+αιτ. +δοτ.) διαφυλάσσω ή σώζω
για τον εαυτό µου / αποκτώ, λαµβάνω στην κατοχή
µου / (απολ.) κερδίζω
ἐλπίζω
: (+αιτ. / +ειδ. ή τελ. απαρεµφ) ελπίζω,
υποθέτω, πιστεύω
περιέρχοµαι
: τριγυρίζω, περιφέροµαι / καταντώ,
καταλήγω / φθάνω / (σπ. +αιτ.) εξαπατώ
ἀποδιδράσκω
: (απολ.) δραπετεύω, ξεφεύγω /(σπ.
+αιτ.) αποφεύγω κάποιον
ὑποβάλλω
: (+αιτ. / +αιτ. +δοτ.) ρίχνω κάτι κάτω από,
τοποθετώ κάτω / υποτάσσω / υπενθυµίζω,
υπαγορεύω / θέτω ως αρχή / Μ. (+αιτ) θέτω κάτι από
κάτω µου / υιοθετώ / διαδίδω κρυφά κάτι
ἡ τροπή:
τροπή, γύρισµα / η τροπή του εχθρού σε
φυγή / τα ηλιοστάσια / µεταβολή
ἀπορέω, -ῶ:
(+αιτ. / +εµπροθ. / +πλάγια ερωτηµ. /
+τελ. απαρεµφ.) απορώ, είµαι σε αµηχανία, απορώ
και δεν γνωρίζω / (+γεν.) στερούµαι, έχω ανάγκη
χρήοµαι, -ῶµαι:
(+δοτ. προσ.) συµπεριφέροµαι /
(+δοτ. πραγµ.) χρησιµοποιώ / (+δοτ. +αιτ. συστ.
αντικ.) / (+2 δοτ. Α + Κ) έχω, χρησιµοποιώ κάποιον ως
καθοράω, -ῶ:
(+εµπροθ. / +αιτ.) βλέπω προς / βλέπω
κάτι ξεκάθαρα, παρατηρώ
ὁ ἔνορκος, ον:
δεσµευµένος µε όρκο
κωλύω
(+αιτ. / +αιτ. + γεν. / +αιτ. +τελ. απαρεµφ.)
εµποδίζω κάποιον από ή να




