fÚsei ¹m‹n ™gg…netai:
δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως.
oÙq•n g¦r tîn fÚsei Ôntwn
Πραγματικά τίποτα από όσα υπάρχουν εκ
φύσεως
¥llwj ™q…zetai,
δεν μπορεί να αποκτήσει με εθισμό μιαν άλλη
ιδιότητα
oŒon Ð l…qoj fÚsei k£tw ferÒmenoj
όπως, για παράδειγμα, η πέτρα, η οποία εκ
φύσεως κινείται προς τα κάτω,
oÙk ¨n ™qisqe…h ¥nw fšresqai,
δεν είναι δυνατό να αποκτήσει τη συνήθεια να
κινείται προς τα πάνω,
oÙd' ¨n muri£kij aÙtÕn ™q…zV tij
ούτε και αν χιλιάδες φορές προσπαθήσει κανείς
να την κάνει να συνηθίσει σ’ αυτό
¥nw ·iptîn,
ρίχνοντάς την ξανά και ξανά προς τα πάνω·
oÙd• tÕ pàr k£tw,
ούτε η φωτιά είναι δυνατό να αποκτήσει τη
συνήθεια να κινείται προς τα κάτω
oÙd' ¥llo oÙd•n
ούτε κανένα άλλο
tîn ¥llwj pefukÒtwn
από τα πράγματα που γεννιούνται από τη φύση
με μιαν ορισμένη ιδιότητα.
¥llwj ¨n ™qisqe…h.
είναι δυνατό να συνηθίσει σε κάτι διαφορετικό
OÜt' ¥ra fÚsei ™gg…nontai aƒ ¢reta…,
Επομένως, οι ηθικές αρετές δε γεννιούνται μέσα
μας ούτε εκ φύσεως
oÜte par¦ fÚsin
ούτε αντίθετα με αυτήν,
¢ll¦ pefukÒsi m•n ¹m‹n dšxasqai aÙt£j,
αλλά εμείς έχουμε από τη φύση την ιδιότητα να
τις δεχτούμε,
teleioumšnoij d• di¦ toà œqouj
ενώ τελειοποιούμαστε σ’ αυτές με τον εθισμό.
ΕΝΟΤΗΤΑ 1 – ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
ἀρετῆς
(ἀρετή < ἀρείων < ἀραρίσκω ή ἀρέσκω < ριζ. ἀρ-)
ΟΜΟΡΡ
.: ενάρετος, αρεστός, άριστος, αρέσω, αριθμός, άρτιος.
ΑΝΤ
.: κακία
διανοητικῆς
(διανοητική < διανοητής < διανοοῦμαι < διά
νοῦς)
ΟΜΟΡΡ
.: διάνοια, διανοητής, διανόηση, επινόηση, παράνοια, ευνοϊκός,
αδιανόητος.
ΣΥΝ
.: στοχαστικός, νοήμων.
ἠθικῆς
(ἠθική < ἦθος και ἔθος)
ΟΜΟΡΡ
.: ανήθικος, ηθικολόγος, ηθικοπλαστικός, ανηθικότητα.
ΣΥΝ
.: χρηστός, ἐνάρετος, ἔντιμος, σεμνός.
ΑΝΤ
.: ἀνήθικος, ἀκόλαστος, ἄσεμνος, κακός, πονηρός.
δεῖται
(δέω και δέομαι, θεμ. δε-)