Background Image
Previous Page  6 / 18 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 6 / 18 Next Page
Page Background

ΟΜΟΡΡ

.: δέηση, ενδεής, ένδεια, δεοντολογία, δεόντως.

ΣΥΝ

.: δεῖ: χρή, δέον ἐστί, πρέπει, προσήκει - δέομαι: λιπαρῶ, ἱκετεύω.

ἔθους

(ἔθος < ἦθος)

ΟΜΟΡΡ

.: έθιμο, εθιμικός, εθίζω, έθνος, ήθος, εθιστικός, εθισμός.

ΣΥΝ

.: ἔθιμον, ἕξις.

περιγίνεται

(περιγίγνομαι < περί

γίγνομαι, θεμ. γεν-, γον-, γν-, γενε-)

ΟΜΟΡΡ

.: γένεση, γένος, γενεά, γενέθλια, γηγενής, αγενής, ευγενικός,

γονέας, γενεσιουργός, γενέτειρα, μεταγενέστερος.

ΣΥΝ

.: εἰμί, φύομαι, γεννῶμαι.

παρεκκλῖνον

(παρεκκλίνω < παρά

ἐκ

κλίνω)

ΟΜΟΡΡ

.: κλίνη, κλίση, κλίμακα, παρέκκλιση, απόκλιση, εγκλιτικός.

ΣΥΝ

.: ρέπω, τρέπω, στρέφω.

φερόμενος

(φέρω, θεμ. φερ-, φορ-, φαρ-, φωρ-, φρ-, οἰ-, οἰσ-, ἐνεκ-, ἐνεγκ-)

ΟΜΟΡΡ

.: φορά, φόρος, φέρετρο, φαρέτρα, φόρτος, φορείο, εύφορος,

δορυφόρος, αυτόφωρο, αμφορέας, διένεξη, διηνεκής, βεληνεκές, οἰστός

(βέλος), οισοφάγος.

ΣΥΝ

.: ἄγω, κομίζω, ὑπομένω.

μυριάκις

(επιρρ. < μύριοι)

ΟΜΟΡΡ

.: μυριάδα, μυριόπλουτος, εκατομμύριο.

ΣΥΝ

.: πλειστάκις, ἀπειράκις.

ΑΝΤ

.: ἐλάχιστα, σπανίως.

ριπτῶν

(ριπτέω -ῶ και ρίπτω, θεμ. ριπ-)

ΟΜΟΡΡ

.: ριπή, ρίψη, ρίψασπις, ρίχνω, απόρριψη, απορρίμματα.

ΣΥΝ

.: ἵημι, βάλλω.

πεφυκότων

(φύω, θεμ. φυ-)

ΟΜΟΡΡ

.: φύλο, φύλλο, φυλή, φύση, φυτό, έμφυτος, αφύσικος, ευφυΐα,

φυτρώνω, φυτεύω.

ΣΥΝ

.: παράγω, γεννῶ, τίκτω, βλαστάνω, γίγνομαι

δέξασθαι

: (δέχομαι, θεμ. δεχ- < ριζ. δεκ-)

ΟΜΟΡΡ

.: δοχείο, υποδοχή, αποδεκτός, απαράδεκτος, δεξίωση, δοκός,

δέκτης, δεξαμενή, δεξιός.

ΣΥΝ

.: λαμβάνω.

ΑΝΤ

.: δίδωμι, παρέχω.