ΟΜΟΡΡ
.: δέηση, ενδεής, ένδεια, δεοντολογία, δεόντως.
ΣΥΝ
.: δεῖ: χρή, δέον ἐστί, πρέπει, προσήκει - δέομαι: λιπαρῶ, ἱκετεύω.
ἔθους
(ἔθος < ἦθος)
ΟΜΟΡΡ
.: έθιμο, εθιμικός, εθίζω, έθνος, ήθος, εθιστικός, εθισμός.
ΣΥΝ
.: ἔθιμον, ἕξις.
περιγίνεται
(περιγίγνομαι < περί
γίγνομαι, θεμ. γεν-, γον-, γν-, γενε-)
ΟΜΟΡΡ
.: γένεση, γένος, γενεά, γενέθλια, γηγενής, αγενής, ευγενικός,
γονέας, γενεσιουργός, γενέτειρα, μεταγενέστερος.
ΣΥΝ
.: εἰμί, φύομαι, γεννῶμαι.
παρεκκλῖνον
(παρεκκλίνω < παρά
ἐκ
κλίνω)
ΟΜΟΡΡ
.: κλίνη, κλίση, κλίμακα, παρέκκλιση, απόκλιση, εγκλιτικός.
ΣΥΝ
.: ρέπω, τρέπω, στρέφω.
φερόμενος
(φέρω, θεμ. φερ-, φορ-, φαρ-, φωρ-, φρ-, οἰ-, οἰσ-, ἐνεκ-, ἐνεγκ-)
ΟΜΟΡΡ
.: φορά, φόρος, φέρετρο, φαρέτρα, φόρτος, φορείο, εύφορος,
δορυφόρος, αυτόφωρο, αμφορέας, διένεξη, διηνεκής, βεληνεκές, οἰστός
(βέλος), οισοφάγος.
ΣΥΝ
.: ἄγω, κομίζω, ὑπομένω.
μυριάκις
(επιρρ. < μύριοι)
ΟΜΟΡΡ
.: μυριάδα, μυριόπλουτος, εκατομμύριο.
ΣΥΝ
.: πλειστάκις, ἀπειράκις.
ΑΝΤ
.: ἐλάχιστα, σπανίως.
ριπτῶν
(ριπτέω -ῶ και ρίπτω, θεμ. ριπ-)
ΟΜΟΡΡ
.: ριπή, ρίψη, ρίψασπις, ρίχνω, απόρριψη, απορρίμματα.
ΣΥΝ
.: ἵημι, βάλλω.
πεφυκότων
(φύω, θεμ. φυ-)
ΟΜΟΡΡ
.: φύλο, φύλλο, φυλή, φύση, φυτό, έμφυτος, αφύσικος, ευφυΐα,
φυτρώνω, φυτεύω.
ΣΥΝ
.: παράγω, γεννῶ, τίκτω, βλαστάνω, γίγνομαι
δέξασθαι
: (δέχομαι, θεμ. δεχ- < ριζ. δεκ-)
ΟΜΟΡΡ
.: δοχείο, υποδοχή, αποδεκτός, απαράδεκτος, δεξίωση, δοκός,
δέκτης, δεξαμενή, δεξιός.
ΣΥΝ
.: λαμβάνω.
ΑΝΤ
.: δίδωμι, παρέχω.