ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
5
ΞΕΝΟΦΩΝ
1. Επάνοδος του Αλκιβιάδη στην Αθήνα
Kataplšontoj d
'
aÙtoà Ó te ™k toà Peiraiîj kaˆ Ð ™k toà ¥stewj
Ôcloj ¹qro…sqh prÕj t¦j naàj
,
qaum£zontej kaˆ „de‹n boulÒmenoi tÕn
'Alkibi£dhn
,
lšgontej
æj kr£tistoj e‡h tîn politîn kaˆ mÒnoj oÙ dika…wj
fÚgoi
,
™pibouleuqeˆj d2 ØpÕ tîn œlatton ™ke…nou dunamšnwn
·
™qšlontoj d2
tÒte kr…nesqai paracrÁma tÁj a„t…aj ¥rti gegenhmšnhj æj ºsebhkÒtoj e„j
t¦ must»ria
,
ØperballÒmenoi oƒ ™cqroˆ t¦ dokoànta d…kaia enai ¢pÒnta
aÙtÕn ™stšrhsan tÁj patr…doj
·
™n ú crÒnJ ØpÕ ¢mhcan…aj douleÚwn
ºnagk£sqh m2n qerapeÚein toÝj ™cq…stouj
,
kinduneÚwn ¢eˆ par
'
˜k£sthn
¹mšran ¢polšsqai
.
Ξενοφῶντος, Ἑλληνικά, Α, ΙV, 13-15
καταπλέοντος:
γεν. απολ. χρονική
μτχ. στο
ἡθροίσθη
(Π. 122 / Π.
134β.1).
ὄχλος:
πλήθος λαού, όχλος /
διαταραχή, ενόχληση, δυσκολία,
βάρος.
ὡς ... πολιτῶν:
ειδική πρότ. (Π.
72.Δ.4).
ἐπιβουλευθείς:
συνημ. αιτιολογική
μετοχή (Π. 124)
ἐπιβουλεύομαι
( ὑπό τινός):
γίνομαι θύμα επιβουλής ή κακών
σχεδίων, με επιβουλεύεται
κάποιος.
τῶν δυναμένων:
ουσιαστικοποιη-
μένη επιθ. μτχ. που μαζί με το
ὑπό
τίθεται ως ποιητικό αίτιο στο
ἐπιβουλευθείς
(Π. 120 -121).
κρίνω:
κρίνω, αποφασίζω,
εξετάζω, δικάζω, διαχωρίζω.
ὡς ἠσεβηκότος:
γεν. απόλυτη
αιτιολογική μτχ. υποκειμενικής
αιτιολογίας (Π. 124.2).
ἀσεβέω -ῶ:
(ἀσεβής <α στερητ. +
σέβω): φέρομαι με ασέβεια,
διαπράττω ασεβή πράξη ή
κακούργημα.
ἐν ᾧ ... ἀπολέσθαι:
κύρια πρόταση
(Π. 107.1).
δουλεύων:
συνημ. τροπική μτχ. (Π.
125).